Monday, January 23, 2012

Το πραγματικό σκάνδαλο με την ΕΛΣΤΑΤ

Του Μανόλη Γαλενιανού*

Οφείλω να πω ότι δεν αντιλαμβάνομαι τη λογική της πρόσφατης έρευνας για την αναθεώρηση των στατιστικών στοιχείων. Διάβασα στην Καθημερινή της Κυριακής (πλήρες κείμενο εδώ) ότι:

«Ενδεχόμενες ποινικές ευθύνες του τέως πρωθυπουργού Γ. Παπανδρέου αλλά και των τότε υπουργών και υφυπουργών Οικονομικών διαβλέπει στο πλαίσιο της έρευνας που διενήργησε για τις καταγγελίες περί σκόπιμης διόγκωσης του ελλείμματος της Ελλάδας για το 2009, ο υπό παραίτηση οικονομικός εισαγγελέας Γρηγόρης Πεπόνης»

Ας υποθέσουμε ότι οι κατηγορίες ευσταθούν και το έλλειμμα του 2009 δεν ήταν 15.4% του ΑΕΠ (όπως υπολογίστηκε το Νοεμβρίο του 2010) αλλά, ας πούμε, 10.4%. Τότε θα μπορούσαμε να πετύχουμε μείωση του ελλείμματος κατά 5 μονάδες απλώς ξεφουσκώνοντας τα νούμερα, χωρίς επιπτώσεις στην οικονομία, χωρίς περικοπές μισθών και συντάξεων και χωρίς αύξηση της φορολογίας.

Και αν η χρηματοδότησή μας από την τρόικα εξαρτάται από το να πιάνουμε στόχους που τους κάνουμε να μοιάζουν δύσκολοι (φουσκώνοντας τεχνητά τα προηγούμενα ελλείμματα) ενώ στην πραγματικότητα είναι εύκολοι (επειδή το μόνο που χρειάζεται είναι να αποτυπώσουμε την πραγματική κατάσταση με ακρίβεια) τότε μάλλον θα πρέπει να ευχαριστήσουμε τον Παπανδρέου και τον Παπακωνσταντίνου για την καπατσοσύνη τους.

Αλλά δε νομίζω ότι τα παραπάνω ισχύουν. Για να μειωθεί το έλλειμμα από το 15.4% του 2009 στο 10.5% του 2010 χρειάστηκε να παρθούν μέτρα σκληρής λιτότητας -- επειδή ακριβώς η απεικόνιση του ελλείμματος στο 15.4% ήταν ακριβής. Αυτό φαίνεται και από το ότι η Eurostat προσυπέγραψε τα ελληνικά στατιστικά στοιχεία το 2010 για πρώτη φορά από το 2004 ενώ από το 2004 μέχρι το 2009 κάθε χρόνο δημοσιοποιούσε τους ενδοιασμούς της για τα στοιχεία αυτά.

Τώρα όμως αντί να διωχθεί ποινικά η ηγεσία της παλιάς στατιστικής υπηρεσίας, η οποία μέχρι τον Οκτώβρη του 2009 ισχυρίζονταν ότι το έλλειμμα της χρονιάς θα μείνει στο 6% ενώ στην πραγματικότητα ήταν σχεδόν τριπλάσιο, γίνεται δίωξη στον καινούριο επικεφαλής της ΕΛΣΤΑΤ που είπε τα πράγματα όπως ήταν. Αυτό είναι, κατά τη γνώμη μου, το πραγματικό σκάνδαλο της υπόθεσης «Greek statistics.»

Και για να μην ξεχνιώμαστε, τα στατιστικά στοιχεία επηρεάζουν και την πολιτική: οι εκλογές του 2009 θα ήταν σίγουρα πολύ διαφορετικές αν όλοι μας γνωρίζαμε ότι το έλλειμμα είναι πολύ μεγαλύτερο και η επίλυσή του πολύ πιο επείγουσα. Αν μη τι άλλο, το «λεφτά υπάρχουν» σίγουρα δε θα υπήρχε σαν σύνθημα.

*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της G700.


Sunday, January 15, 2012

Ευελιξία με ανασφάλεια

Προ 10ημέρου το ΔΝΤ, η ΕΚΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησαν εμμέσως από το Υπουργείο Εργασίας τη μείωση του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα στα επίπεδα της Πορτογαλίας. Μιλάμε για μείωση του κατώτατου μισθού κατά 200 ευρώ με παράλληλη συρρίκνωση του 13ου και 14ου μισθού στον ιδιωτικό τομέα, όπως έγινε και στο Δημόσιο.

Για τους νέους κάτω των 25 ετών δεν το συζητάμε. Ο βασικός έπεσε ήδη στα 592 ευρώ πριν ένα χρόνο, τη στιγμή που αποδεδειγμένα από άλλα ευρωπαϊκά παραδείγματα (πχ Φινλανδία 1995-1996), τέτοιες ρυθμίσεις δεν οδήγησαν σε αύξηση της απασχόλησης των νέων.

Πρόκειται για μια ακατανόητη εμμονή της Τρόικα με το μισθολογικό κόστος του ιδιωτικού τομέα, όταν για το βασικό πρόβλημα της αγοράς εργασίας στη χώρα μας ευθύνονται δύο αιτίες:

α) Η rigid-anomy. Είναι η συνύπαρξη αρτηριοσκληρωτικών ρυθμίσεων σε επίπεδο εργατικής νομοθεσίας (rigidity) που αυξάνουν το μη-μισθολογικό κόστος, με την εκτεταμένη ανομία (anomy) στην πράξη.

β) Η υπερφορολόγηση της εργασίας. Σύμφωνα με έρευνα του Foundation for European Reform, σ’ ένα ακαθάριστο κόστος εργασίας ύψους 30,000 ευρώ το χρόνο, ο εργαζόμενος παίρνει καθαρά 18,000 περίπου ευρώ. Τα υπόλοιπα είναι εργοδοτικές εισφορές συν φορολογία και κοινωνικές εισφορές του μισθωτού. Εάν δε προστεθεί και ο ΦΠΑ, τότε οι καθαρές απολαβές πέφτουν στις 17,000 ευρώ, γεγονός που σημαίνει πραγματικό συντελεστή φορολόγησης ύψους 44,4%.

Σήμερα λοιπόν, κι ενώ σωστά προχωράει η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας προς την κατεύθυνση της μεγαλύτερης ευελιξίας (flexibility), δεν γίνεται τίποτα για να ενισχυθεί η οικονομική ασφάλεια (security). Επιχειρείται απλά το ξεφούσκωμα των εργασιακών με προσαρμογή του κανονιστικού πλαισίου και των αμοιβών στη νέα υφεσιακή πραγματικότητα και την πολιτική ευρύτερης λιτότητας. Βρισκόμαστε συνεπώς αντιμέτωποι με την ευελιξία και την ανασφάλεια.

Διαφωνούμε ριζικά.

Πρώτον, χρειάζεται να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση η μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού και της μεγαλύτερης ευελιξίας με παράλληλη ενσωμάτωση της μαύρης εργασίας και της παραοικονομίας στον επίσημο τομέα.

Δεύτερον, πρέπει να δοθεί έμφαση στην απαλλαγή της εργασίας από πλεονάζοντα κόστη, δηλαδή δυσβάσταχτους φόρους και εισφορές.

Τρίτον, χρειάζεται να θεσπιστεί ένα ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Η λιτότητα πρέπει να συμβαδίσει με την ενίσχυση του κοινωνικού διχτυού ασφαλείας για τις ομάδες με χαμηλά εισοδήματα και τις ευπαθείς ομάδες. Χρειάζεται εδώ να τεθεί επί τάπητος το ζήτημα του κοινωνικού μισθού κι ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος που να εξασφαλίζει στον κάθε εργαζόμενο είτε σε ρευστό, είτε σε παροχή υπηρεσιών, ποσό που αντιστοιχεί τουλάχιστον σε 1000 με 1200 ευρώ το μήνα καθαρά. Όσο δηλαδή απαιτούν οι ανάγκες επιβίωσης σ' ένα αστικό κέντρο της Ελλάδας.

Αυτό το ποσό, ακόμα και την προηγούμενη περίοδο των παχιών αγελάδων –προ κρίσης-, δεν μπορεί να αποτελέσει το θεσμικά συμφωνημένο όριο ενός βασικού μισθού ανάμεσα σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις. Μπορεί όμως να αποτελέσει αντικείμενο μιας νέας εθνικής κοινωνικής πολιτικής, η οποία προσαρμόζεται στις νέες ανάγκες της κρίσης.

Monday, January 9, 2012

The Decline and Fall of the Euro?

By Daniel Gross*
Project Syndicate

BRUSSELS – Great empires rarely succumb to outside attacks. But they often crumble under the weight of internal dissent. This vulnerability seems to apply to the eurozone as well.

Key macroeconomic indicators do not suggest any problem for the eurozone as a whole. On the contrary, it has a balanced current account, which means that it has enough resources to solve its own public-finance problems. In this respect, the eurozone compares favorably with other large currency areas, such as the United States or, closer to home, the United Kingdom, which run external deficits and thus depend on continuing inflows of capital.

In terms of fiscal policy, too, the eurozone average is comparatively strong. It has a much lower fiscal deficit than the US (4% of GDP for the eurozone, compared to almost 10% for the US).

Debasement of the currency is another sign of weakness that often precedes decline and breakup. But, again, this is not the case for the eurozone, where the inflation rate remains low – and below that of the US and the UK. Moreover, there is no significant danger of an increase, as wage demands remain depressed and the European Central Bank will face little pressure to finance deficits, which are low and projected to disappear over the next few years. Refinancing government debt is not inflationary, as it creates no new purchasing power. The ECB is merely a “central counterparty” between risk-averse German savers and the Italian government.

Much has been written about Europe’s sluggish growth, but the record is actually not so bad. Over the last decade, per capita growth in the US and the eurozone has been almost exactly the same.

Given this relative strength in the eurozone’s fundamentals, it is far too early to write off the euro. But the crisis has been going from bad to worse, as Europe’s policymakers seem boundlessly capable of making a mess out of the situation.

......Read the full article in Project Syndicate

*Daniel Gros is Director of the Center for European Policy Studies.

Tuesday, January 3, 2012

Εκλογές με σύνθημα "Ματζούνια Υπάρχουν";

Του Γιάννη Βούλγαρη
ΤΑ ΝΕΑ, 30/12/2011


Αν θέλαμε να ζωγραφίσουμε τη σημερινή εικόνα θα χρειαζόμασταν ασφαλώς ορισμένες πινελιές πολιτικού σουρεαλισμού. Πώς αλλιώς να περιγράψεις την κατάσταση που ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος διατυμπανίζει «το Μνημόνιο απέτυχε», η κυβέρνηση που το εφάρμοσε παραιτήθηκε, αλλά η χώρα κινείται πάντα στον αστερισμό των νέων μνημονίων με τη συμμετοχή όσων μέχρι χτες έκαναν ό,τι μπορούσαν για «να αποτύχει το Μνημόνιο»; Πώς αλλιώς να περιγράψεις μια κατάσταση που η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών υποστηρίζει την παραμονή στο ευρώ, αλλά η χώρα δεν έχει κατορθώσει να συμφωνήσει σε μια πολιτική παραμονής στο ευρώ;

Υπάρχει κάτι βαθιά επικίνδυνο στη σημερινή πολιτική κατάσταση. Ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος έχει γίνει αυτοκαταστροφικός. Στην ουσία λέει: το Μνημόνιο απέτυχε, μας έδωσαν λάθος φάρμακο, αλλά τώρα πρέπει να πιούμε το ίδιο φάρμακο ή σχεδόν το ίδιο. Εν τω μεταξύ, θα κάνουμε και εκλογές για να αλλάξουμε τον φαρμακοποιό που θα μας το δώσει. Ωστόσο, κανένας λαός δεν πίνει επ' άπειρον φάρμακο που του λένε ότι τον βλάπτει. Κανένα πολιτικό σύστημα δεν αντέχει ένα τέτοιο χάσμα μεταξύ κυρίαρχου δημόσιου λόγου και εφαρμοζόμενης πολιτικής, ούτε καν στο όνομα του «δεν υπάρχει εναλλακτική λύση». Η επικράτηση αυτού του αυτοκαταστροφικού λόγου οδηγεί μαθηματικά στην καταβαράθρωση της χώρας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, γιατί ουσιαστικά αποσιωπά την ασθένεια. Καθιστά έτσι ανέφικτη κάθε συνεννόηση σε κάθε εθνικό σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης.

Η δυσκολία αμφισβήτησης αυτού του κυρίαρχου όσο και αυτοκαταστροφικού λόγου είναι προφανής. Η Ελλάδα, πρώτη ανάμεσα στην ευρωζώνη, βυθίστηκε τα δύο τελευταία χρόνια βαθύτερα στην κρίση. Το Μνημόνιο και τα άλλα μέτρα που ώς τώρα εφαρμόστηκαν δεν αντέστρεψαν την πορεία. Ετσι, η συνοπτική διαπίστωση «το Μνημόνιο απέτυχε» επιβάλλεται με την ισχύ του αυτονόητου, παραμερίζοντας τα επόμενα ερωτήματα: σε τι; σε όλα; γιατί; τι άλλο είχε προταθεί; πόσο έχουν αλλάξει τα μείζονα προβλήματα που το επέβαλαν; πόσες διαφορετικές θεραπείες υπάρχουν που να εξαρτώνται από εμάς; Η παρασιώπηση αυτών των ερωτημάτων συσκοτίζει τις πολιτικές συνεπαγωγές και τις πιθανές θεραπείες, που προφανώς διαφοροποιούνται αναλόγως με τις απαντήσεις που δίνονται σε αυτά.

Ομως μια διαφορετική ανάγνωση της κρίσης και αποτίμηση των εξελίξεων έχει ισχυρά επιχειρήματα, ακόμα και αν σήμερα πάει αντίθετα στον συρμό. Ποια;

Πρώτον, η ελληνική κρίση ήταν αυτοτελής και ενδογενής, θα εκδηλωνόταν έτσι κι αλλιώς ανεξαρτήτως της παγκόσμιας, αν και η αντιμετώπισή της θα ήταν ασφαλώς ευκολότερη χωρίς την τελευταία. Η χώρα είχε μπει σε ύφεση πριν από το Μνημόνιο και παρά την τεράστια πρόσθετη ζήτηση που εξ ορισμού σημαίνει ένα δημόσιο έλλειμμα 15% του ΑΕΠ.

Δεύτερον, η πολιτική της Ελλάδας την περίοδο 2008-2009, όταν η παγκόσμια κρίση είχε πλέον ξεσπάσει, ήταν καταστροφική καθώς οι τότε κυβερνήσεις έκαναν τα αντίθετα από αυτά που έπρεπε, με τις ευλογίες και τις πλειοδοσίες όμως τόσο των αντιπολιτεύσεων όσο και των μίντια που ύστερα έγιναν τιμητές. Ετσι η Ελλάδα έφτασε εξαντλημένη στο Μνημόνιο, χωρίς τον χρόνο, την πολιτική διαύγεια και τη δύναμη να διαπραγματευτεί ουσιαστικά στη βάση ενός δικού της σχεδίου.

Τρίτον, το διπλό έλλειμμα, το δημοσιονομικό και του ισοζυγίου πληρωμών, προσγείωνε αναγκαστικά τη χώρα σε χαμηλότερα επίπεδα ανάπτυξης και εισοδημάτων. Το Μνημόνιο ήταν η πιο συμφέρουσα από τις λύσεις που τότε είχαμε ώστε να εξασφαλίσουμε την πιο ομαλή αναγκαστική προσγείωση. Η άλλη λύση που τότε είχε προταθεί ήταν η μονομερής κήρυξη χρεοκοπίας, λύση με ανυπόφορο κόστος, που όσοι τότε την πρότειναν σήμερα φοβούνται μήπως η ελεγχόμενη διαδικασία PSI ενεργοποιήσει τα CDS!

Τέταρτον, το Μνημόνιο δεν ήταν απλώς μια δανειακή σύμβαση. Ηταν ταυτόχρονα ένα πολιτικό κείμενο μεταξύ πολιτικών - κρατικών υποκειμένων. Η «επαναδιαπραγμάτευσή» του ήταν όχι μόνο δυνατή αλλά μέσα στη φύση της συμφωνίας, μόνο που θα ήταν συνεργατικού και όχι μονομερούς χαρακτήρα. Προϋπέθετε κλίμα εμπιστοσύνης και όχι αντιπαράθεσης ή αμοιβαίας εξαπάτησης.

Πέμπτον, το ευρωπαϊκό σκηνικό άλλαξε λίγους μήνες μετά την έναρξη του Μνημονίου και έγινε δυσμενέστερο με ευθύνη του γερμανογαλλικού διευθυντηρίου και κυρίως της γερμανικής Δεξιάς, στο εσωτερικό της οποίας παίχτηκε προφανώς μια σκληρή παρτίδα υπέρ ή κατά του ευρώ, για να επικρατήσει πρόσφατα το υπέρ. Ο χειρισμός της ελληνικής κρίσης υπό συνθήκες στρατηγικής ασάφειας επιτάχυνε την κρίση της ευρωζώνης. Από τη στιγμή που η Γερμανία αποφασίζει τον Οκτώβριο του 2010 τη συμμετοχή των ιδιωτών στο κόστος διάσωσης της χώρας μας και προαγγέλλει τη χρεοκοπία μας εντός του ESM στα μέσα του 2013, η Ελλάδα έχει αποκλειστεί από τις διεθνείς αγορές και από τις διεθνείς επενδύσεις. Εκτοτε η χώρα χορεύει όχι μόνο στον ρυθμό του Μνημονίου αλλά και της ευρύτερης κρίσης της ευρωζώνης.

Εκτον, αυτή η αλλαγή εξηγεί γιατί οι αιτίες της σημερινής ύφεσης είναι περισσότερο σύνθετες και ασφαλώς ξεπερνούν τις επιπτώσεις του «μείγματος» που πρότεινε το Μνημόνιο. Ο Χρ. Ιορδάνογλου (Athens Review of Books, τχ.χ, Δεκέμβριος 2011), παρουσιάζοντας έναν ψυχρό και εξονυχιστικό απολογισμό του Μνημονίου με βάση τις επιδιώξεις, τους στόχους και τις αστοχίες, σημειώνει ότι το μέγεθος της ύφεσης μόνο κατά ένα μέρος εξηγείται με τη δημοσιονομική περιστολή. Το γενικό κλίμα αβεβαιότητας για τις τύχες του ευρώ, αλλά κυρίως για τη θέση της Ελλάδας σε αυτό, οδήγησε σε φυγή κεφαλαίων, κρίση ρευστότητας, πιστωτική ασφυξία και απέτρεψε κάθε ξένη επένδυση. Η αύξηση των εξαγωγών επαληθεύτηκε αλλά η προωθητική της δύναμη είναι περιορισμένη λόγω μειωμένου βάρους στην οικονομία μας. Τα 15 δισ. του ΕΣΠΑ έμειναν στα αζήτητα. Τέλος, σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον εκδηλώθηκε όλη η ανικανότητα της πολιτικής - διοικητικής μηχανής να πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις που ήταν απαραίτητες, είχαν συμφωνηθεί και κυρίως αποτελούσαν αιτούμενα της ελληνικής κοινωνίας (π.χ. αλλαγή του φορολογικού συστήματος και του φοροεισπρακτικού μηχανισμού).

Οπως λοιπόν ο εκτροχιασμός της Ελλάδας πριν από το Μνημόνιο είχε πρωτίστως πολιτικές αιτίες, έτσι και η σημερινή δραματική κατάσταση προκύπτει κυρίως από την πολιτική αδυναμία να διαμορφώσουμε στις νέες συνθήκες της κρίσης ένα κοινό πλαίσιο παραδοχών και μακροπρόθεσμων στρατηγικών επιδιώξεων, που θα εκφράζει κατ' αρχάς εμάς, την Ελλάδα. Μετά την κρίση του 2008 το πλαίσιο και το ζητούμενο είναι σαφές: νέο αναπτυξιακό - παραγωγικό όραμα, μετακίνηση πόρων από την κατανάλωση στις επενδύσεις, από το παρόν στο μέλλον, δημοσιονομική αναδιάρθρωση ώστε να επιτυγχάνονται πρωτογενή πλεονάσματα, αναγκαστικά συγκρατημένη εισοδηματική πολιτική με συνειδητή προσπάθεια μείωσης των ανισοτήτων, τολμηρή αναμόρφωση του κράτους πρόνοιας για να περιληφθούν στο δίχτυ προστασίας και οι «εκτός».

Ενα τέτοιο εθνικό σχέδιο θα αποτελεί την πυξίδα μας στο ασταθές διεθνές και ευρωπαϊκό περιβάλλον. Το πιθανότερο σενάριο είναι η ευρωζώνη, που προετοιμάζει τη δημοσιονομική ενοποίησή της με όρους Γερμανίας, να υποχρεωθεί να προχωρήσει στην κοινή διαχείριση ενός μέρους των εθνικών χρεών (ευρωομόλογα) πολύ πιο γρήγορα από τη σημερινή επιθυμία της Γερμανίας. Αλλά και η νέα διευθέτηση θα είναι πρόσκαιρη. Καμία δημοσιονομική ένωση δεν μπορεί να επιβιώσει χωρίς αναπτυξιακές και αναδιανεμητικές πολιτικές. Η πολιτική βούληση για τη διάσωση του ευρώ αλλά και οι ίδιες οι «αγορές», θα σπρώξουν προς τα εκεί.

Η Ελλάδα πρέπει να μείνει όρθια και να εξασφαλίσει την παραμονή της στο ευρώ, αντικρούοντας τη νέα «μαγική λύση» της δραχμής που προτείνουν η «λαϊκή» Δεξιά, η συντηρητική Αριστερά, μεγάλα κανάλια και μερικές τράπεζες. Η κυβέρνηση Παπαδήμου καλείται να επιτελέσει το πρώτο μεγάλο βήμα. Εμμέσως όμως μπορεί να συνεισφέρει περισσότερα. Να δημιουργήσει τους όρους μιας εκλογικής αναμέτρησης ουσίας και όχι δημαγωγίας. Το 2004 πληρώσαμε τη δημαγωγική αντιπολίτευση της «επανίδρυσης του κράτους». Το 2009 το «λεφτά υπάρχουν». Το 2012 θα ανεχτούμε το «μαντζούνια υπάρχουν»;

Γιάννης Βούλγαρης είναι Kαθηγητής στο Tμήμα Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου και Διευθυντής του Κέντρου Πολιτικών Ερευνών του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Ιστορίας.

Monday, January 2, 2012

2012 The Year of People on the Move

By Zygmunt Bauman*
Social Europe Journal

There is some likelihood that the year about to end will be recorded in history as a “year of people on the move”.

When people move, two questions are in order. The first is: where from are they moving? The second is: where to? There has been no shortage of answers to the first question; indeed, there was a surfeit of answers – thoughtful and thoughtless, serious and fanciful, credible and chimerical. Thus far, though, we are looking for an answer to the second question in vain. All of us – including, most importantly, people on the move.

This is not at all surprising. This is what was to be expected in times dubbed in advance by Antonio Gramsci as “interregnum” (the term unduly and for much too long sunk into oblivion, but fortunately excavated recently and dusted-off thanks to Professor Keith Tester): times at which the evidence piles up almost daily that the old, familiar and tested ways of doing things work no longer, while their more efficient replacements are nowhere in sight – or too precocious, volatile and inchoate to be noticed or to be taken seriously when (if) noted.

Read the full article in the Social Europe Journal.

*Zygmunt Bauman is Emeritus Professor at the University of Leeds and one of Europe’s foremost sociologists. He is author of 'Liquid Modernity' (Polity 2000) and many other books on contemporary society. His most recent books are "44 letters from the liquid-modern world" and "Living on borrowed Time" (with Citlali Rovirosa-Madrazo)