Monday, January 31, 2011

Αντιλαϊκισμός και στο βάθος πολιτικαντισμός

Στο προηγούμενο Post με τίτλο πολιτική ευθύνη, ανάμεσα σε άλλα λέγαμε ότι μέχρι στιγμής κανένα ενεργό μέλος του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης, κανένας «υπερασπιστής του λαού» δεν έχει εμφανιστεί αυτοκριτικός επί της ουσίας. Όσο λογοτεχνικό κι αν ακούγεται, είναι απαραίτητο κάποιος σοβαρός πολιτικός να αναλάβει να κάνει ένα βήμα έκθεσης, ακόμα και προσωπικής εξομολόγησης πολιτικής αποτυχίας.

Υπό το πρίσμα αυτής της λογικής μας χαροποίησε ιδιαίτερα η τοποθέτηση του Υπουργού Υγείας κ. Ανδρέα Λοβέρδου σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, ότι η αντιπολίτευση ορισμένων στο ΠΑΣΟΚ προσέλαβε χαρακτηριστικά δημαγωγίας καθώς και ότι η πορεία προς τα πρόθυρα της πτώχευσης έχει τη ρίζα της στη δεκαετία του '80.

Μόνο που στην κριτική του ανάλυση για τη στάση του ΠΑΣΟΚ διαχρονικά ο κ. Λοβέρδος ξέχασε τον εαυτό του απ'έξω ισχυριζόμενος μάλιστα ότι κράτησε απόσταση από το λαϊκισμό. Μάλλον ξεχνάει ο κύριος Υπουργός ότι το 2007 ήταν μπροστάρης στη μάχη ενάντια στην αναθεώρηση του άρθρου 16 με αποτέλεσμα να οδηγήσει την ηγεσία του κόμματος σε ιστορική αναδίπλωση και έτσι να χαθεί μια μεγάλη ευκαιρία για σαρωτικές αλλαγές στα πανεπιστήμια. Μάλλον ξέχασε ότι τους πρώτους μήνες της διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ έδινε μάχη για να μη μεταρρυθμιστεί το ασφαλιστικό και ότι ακόμα και την τελευταία στιγμή έκανε τον Ηρακλή δίνοντας μάχες οπισθοφυλακής με την Τρόικα. Και φυσικά καθότι διόλου λαϊκιστής, ας μας εξηγήσει γιατί όταν οι άλλοι ανοίγουν διάπλατα τα κλειστά επαγγέλματα ο ίδιος επιχειρεί να διατηρήσει όσο το δυνατόν κλειστότερο το επάγγελμα των φαρμακοποιών; Ως μη ενοχικός για τη μάχη που δίνει υπέρ της σωτηρίας της πατρίδας θα έπρεπε να σαρώσει το απαράδεκτο και ληστρικό απέναντι στο δημόσιο χρήμα καθεστώς που διέπει το επάγγελμά τους.

Δεν χωράει αμφιβολία ότι ακόμα και μέσα από παλινωδίες ο κ. Λοβέρδος έγραψε στο πολιτικό του κοντέρ μια τεράστια μεταρρύθμιση, αυτή του ασφαλιστικού, την οποία δημόσια επικροτήσαμε με αποτέλεσμα μάλιστα να διαβαστεί από το ΓΑΠ ολόκληρο απόσπασμα κειμένου μας στη Βουλή. Ωστόσο, όταν η κριτική στο λαϊκισμό, που σημειωτέον σωστά και με θάρρος γίνεται, αφορά μόνο τους άλλους, τότε μας δίνει το δικαίωμα να λέμε ότι αγγίζει τα όρια του πολιτικαντισμού. Και γι' αυτό επιλέξαμε να την κριτικάρουμε.

Tuesday, January 25, 2011

Πολιτική ευθύνη

Η ψυχανάλυση των Ελλήνων που έλαβε χώρα το 2010 δεν έχει προηγούμενο. Η χρεωκοπία του ελληνικού μοντέλου επιμερίστηκε από την ίδια την κοινωνία και η ανάληψη ευθύνης από το μεγαλύτερο μέρος των πολιτών, που συναισθάνονται τη συμμετοχή τους στη μεταπολιτευτική κακοδιαχείριση ήταν εντυπωσιακή. Μόνο μια εκκρεμότητα έμεινε για να ολοκληρωθεί η μεταπολιτευτική ενδοσκόπηση: οι αντίστοιχες εξομολογήσεις των θεσμικών εκπροσώπων.

Παραείναι αθώοι του εγκλήματος οι Έλληνες πολιτικοί. Ανάμεσά τους δεν εμφανίστηκε ακόμα ούτε καν ένας αποδιοπομπαίος τράγος, έστω κάποιος που θα μπορέσει να μετουσιώσει την αδιέξοδη οργή σε πραγματική προσδοκία αλλαγής. Εκτός αν πιστεύουμε ότι ο Φαρμακός της αμαρτωλής ελληνικής μεταπολίτευσης είναι ο Τάσος Μαντέλης…

Κανένα ενεργό μέλος του πολιτικού συστήματος της μεταπολίτευσης, κανένας «υπερασπιστής του λαού» δεν έχει εμφανιστεί αυτοκριτικός επί της ουσίας. Όσο λογοτεχνικό κι αν ακούγεται, είναι απαραίτητο κάποιος σοβαρός πολιτικός να αναλάβει να κάνει ένα βήμα έκθεσης, ακόμα και προσωπικής εξομολόγησης πολιτικής αποτυχίας. Μετά τη γενική απόδοση ηθικών ευθυνών του 2010, καιρός είναι να υπάρξει και ο πραγματικός επιμερισμός τους. Δεν είναι απαραίτητες ούτε οι εξεταστικές επιτροπές, ούτε οι φυλακίσεις που θα εκτονώσουν, ίσως, το λαϊκό αίσθημα. Είναι απαραίτητος ένας πολιτικός απολογισμός, όμως! Επιτέλους!

Με το ζόρι μεταρρύθμιση…

Η τρόικα εμφανίζεται σαν ο από μηχανής θεός που λύνει ειρωνικά το δυσεπίλυτο δράμα μας. Και, βέβαια, συναντά απέναντί της το σαθρό πολιτικό σύστημα που στην νέα ανακατανομή παραγωγής δε θα βρίσκει δουλειά και τους θεσμικούς εκπροσώπους της γενιάς των Βαμπίρ που ρουφάνε τα τελευταία σταγονίδια δανεικού (και με υψηλό επιτόκιο) αίματος.

Η κυβέρνηση κάνει τις πιο τολμηρές τομές της μεταπολίτευσης. Αλλά δεδομένης της κατάστασης, είναι τα ζώα μου αργά, απρόθυμη και ανούσια! Κατ’ αρχάς, είναι δυο κλικ πίσω από τις εξελίξεις. Προεκλογικά χάραξε πολιτική early nineties λες και η Lehman Brothers κατέρρευσε στον Πλούτωνα κι όχι εδώ. Τα think tanks του βαρέως σοσιαλισμού περί άλλων τύρβαζαν ακόμα και μέχρι το ταξίδι στο Νταβός και το νέο mea culpa, που ακόμα δεν έχει ακουστεί για όσες ανοησίες ακούγονταν πριν τις εκλογές του 2009. Ανίκανη να παράγει πολιτική, το πάει λάου-λάου με μια σειρά αλλαγών που θα έπρεπε να είχαν γίνει από πολύ καιρό.

Το πολιτικό μας σύστημα παλινωδεί και οι φωνές της λογικής έχουν αραιώσει επικίνδυνα αφήνοντας τα πολιτικά άκρα να αλιεύουν τους πιο αδύναμους κρίκους του συστήματος. Μα δεν κατανοούν οι πολιτικοί συνολικά, κυβερνητικοί κι αντιπολιτευόμενοι, ότι η αλλαγή πορείας πρέπει να είναι ταχύτατη και ότι το παγόβουνο δεν είναι πίσω μας αλλά φλερτάρει με τα ύφαλα του σκάφους; Δεν κόβουν το τιμόνι απότομα, για να μην τους ζαλιστούν οι επιβάτες των άνω καταστρωμάτων; Εδώ στ’ αμπάρια, κάτω από τα χίλια ευρώ θα πνιγούμε! Έλεος!

Ξεγελώντας τους ιθαγενείς

Η υπάρχουσα πολιτική τάξη προσπαθεί φορώντας τη στολή παραλλαγής του μνημονίου να το παίξει «ολίγον υπεύθυνη» και ξεγελώντας μας να συνεχίσει να είναι στα πράγματα. Τα κλεισίματα ματιού προς κάθε είδους βολεμένα συμφέροντα δίνουν και παίρνουν. Μια υπόσχεση τύπου «κάτσε να περάσει η τρόικα και θα τα βρούμε» πλανάται βαριά από πάνω μας. Είναι γραφικό το γεγονός ότι σχεδόν κάθε υπουργός, για κάθε νομοσχέδιο που θίγει κατεστημένα συμφέροντα τρέχει να βρει τον Ντερούζ για «να καταλάβει τις ελληνικές ιδιαιτερότητες»! Όσο τα πρόσωπα μένουν ίδια, αυτή η κατάσταση θα μεγαλώνει. Είναι η προσαρμογή του greek dream στην κρίση, για ακόμα περισσότερες ψήφους, για ακόμα λιγότερη ευημερία.

Η μεταρρύθμιση έχει ήδη νοθευτεί περισσότερο κι από φτηνιάρικη «μπόμπα» της πάλαι ποτέ παραλιακής. Η αλλαγή πολιτικού προσωπικού είναι απολύτως αναγκαία. Και, καλό θα είναι να ξέρουν οι πολιτικοί μας, ότι όσες μεταρρυθμιστικές προβιές κι αν βάλουν, τους θυμόμαστε καλά από τον καιρό που ήταν λύκοι. Όχι επειδή «αυτοί τα φάγανε», όπως κραυγαλέα διατείνονται όσοι δημοσιογράφοι και πολίτες μπουκώθηκαν στα χρόνια της αφθονίας, αλλά επειδή άφησαν το κοινό μας ταμείο να πέσει τόσο έξω ταΐζοντας τα γιγάντια συμφέροντα που τώρα εμποδίζουν την αλλαγή.

Η τρόικα προσπαθεί να επιβάλλει όσα οι Έλληνες πολιτικοί δεν έκαναν επί χρόνια και καθρεφτίζει, τελικά, την ανικανότητα των θεσμικών εταίρων της κοινωνίας μας να λάβουν αποφάσεις. Ο πολιτικός βολονταρισμός πάντα ήταν της μόδας στην ελληνική πολιτική. Όλοι οι κατά καιρούς υπουργοί εγκαινίασαν απειράριθμες «μεταρρυθμίσεις» που στην καλύτερη περίπτωση ήταν εναρμονίσεις με τις ευρωπαϊκές οδηγίες και στη χειρότερη βολέματα ημετέρων.

Όμως, έχασαν τις ευκαιρίες τους. Οι Έλληνες πολιτικοί, αφού οδήγησαν το πλοίο στη θάλασσα με τα παγόβουνα, ας γίνουν τουλάχιστο, έστω ελάχιστοι, έστω ένας από αυτούς, φορείς μεταρρύθμισης του δικού τους εξευτελισμένου ρόλου. Η πολιτική αυτοκριτική τους είναι απαραίτητη.

Μπορεί, μάλιστα, έτσι να προσφέρουν μεγάλη υπηρεσία στη χώρα. Η διαδικασία αυτή είναι ουσιαστική και μπορεί να μετασχηματίσει τη συγκρατημένη οργή ή την παθητική ανοχή της κοινωνίας σε θετικό συναίσθημα. Αν δε συμβεί αυτό καμία αισιοδοξία και καμία προσδοκία θετικής αλλαγής δεν πρόκειται να καθορίσει το μέλλον. Η μεταπολιτευτική κατάπτωση απλά θα συνεχιστεί σε περιβάλλον πολύ πιο περιορισμένων πόρων και θα μας βουτήξει στην ατελείωτη μιζέρια.

Τα βαμπίρ στη σύνταξη

Και τι θα γίνει με τα βαμπίρ; Όλοι οι προστατευμένοι της μετεμφυλιακής Ελλάδας (κλειστά επαγγέλματα) κι όλοι όσοι ανέβηκαν στο ίδιο τρένο τον καιρό της μεταπολίτευσης (ΔΕΚΟ, κρατικοί υπάλληλοι) έχουν υψώσει τη γροθιά απέναντι στην υπόλοιπη κοινωνία. Το νταηλίκι υπήρξε ανέκαθεν η ισχύς τους και τώρα, ακόμα κι αυτή την ώρα που οι δεκάδες χιλιάδες των νέων ανέργων γίνονται εκατοντάδες, πιέζουν ακόμα περισσότερο. Οι πολιτικές ηγεσίες στερούν από τη δική μας γενιά κάθε μέλλον για συνεχίσουν να ταΐζουν το παχύσαρκο παρόν της στενής τους πελατείας και των επαγγελματικών τους συντεχνιών. Όμως, ως εδώ!

Εμείς από την αρχή της ίδρυσής μας προωθούμε μια ατζέντα αλλαγής, η οποία αν είχε έστω κατά λίγο υιοθετηθεί το 2007 ή το 2008 από τους κύριους πολιτικούς χώρους, η χώρα θα είχε τελείως διαφορετική πορεία σήμερα. Οι μορφωμένοι Έλληνες των 700€ εξακολουθούν να ζουν σε μια χώρα όπου δεν μπορούν να ανοίξουν φαρμακείο αν δεν πληρώσουν το χρυσό εφάπαξ του «λειτουργού» που παίρνει σύνταξη, δεν μπορούν να συναγωνιστούν τους παλαιότερους δικηγόρους και μηχανικούς λόγω των καθορισμένων από το κράτος αμοιβών, δεν μπορούν να γίνουν ενεργειακοί επιθεωρητές χωρίς δεκαετή προϋπηρεσία γιατί έχουν σειρά οι συμφοιτητές της υπουργού κτλ. Η γενιά των βαμπίρ προστάτευσε τον εαυτό της από τον διεθνή ανταγωνισμό με τα δανεικά που χρεώθηκαν στο δικό μας όνομα και από τον εγχώριο ανταγωνισμό με την αρχαϊκή νομοθεσία των συντεχνιακών προνομίων.

Ο Ανδρουλάκης έχει προβλέψει ότι σαν κανίβαλοι θα κατασπαράξουμε τη γενιά των γονιών μας. Οι εποχές είναι ύποπτες και ο τρόπος του κανιβαλισμού ποικίλει από κοινωνία σε κοινωνία. Θα καταφέρουμε αυτό να γίνει μέσα από τη λογική και την πολιτική μεταρρύθμιση, μέσα από το δημόσιο διάλογο που προσπαθούμε να προωθήσουμε στα κέντρα πολιτικών αποφάσεων ή θα περιμένουμε απαθείς μέχρι η μεγάλη μάζα των νέων να αναζητήσει ηγεσίες σε χώρους που θα μας κάνουν να νοσταλγούμε ακόμα κι αυτήν την τωρινή παρακμή της μεταπολιτευτικής Ελλάδας.

Τα ερπετά των απολυταρχικών αποχρώσεων γεννοβολάνε σαν τρελά αυτές τις μέρες της οικονομικής κρίσης. Έτσι την πάτησαν κάποτε οι προπαππούδες μας. Εμείς δεν πρέπει.

Saturday, January 22, 2011

Νέος επενδυτικός νόμος. Βήμα μπροστά για την ανάπτυξη

Τα τελευταία 30 χρόνια, από το 1982 που τέθηκαν σε λειτουργία τα κίνητρα του πρώτου επενδυτικού νόμου (Ν.1262/82) μέχρι και το τέλος του 2009, όταν καταργήθηκε ο πιο πρόσφατος «Αναπτυξιακός» (Ν.3299/04), έχουν επιχορηγηθεί από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων 21 χιλιάδες περίπου επιχειρήσεις και δημιουργήθηκαν 150 χιλιάδες περίπου θέσεις εργασίας. Με 700 επενδύσεις και 5000 θέσεις εργασίας το χρόνο, πολλές από τις οποίες πλέον δεν υπάρχουν, η επίδοση αυτή κρίνεται αμελητέα για ένα θεσμικό πλαίσιο στο οποίο επενδύθηκαν υψηλές αναπτυξιακές προσδοκίες ειδικά στην περιφέρεια.

Το πρόβλημα, όμως, της επίδοσης των πλαισίων κινήτρων για τις ιδιωτικές επενδύσεις διαχρονικά δεν υπήρξε ποσοτικό, αλλά πρωτίστως ποιοτικό. Η ιστορία των «Αναπτυξιακών» Νόμων στην Ελλάδα υπήρξε μια ιστορία επενδύσεων κατά βάση μαϊμού ή χαμηλής προστιθέμενης αξίας, διαπλοκής ανάμεσα σε κράτος, πολιτικούς και επιχειρηματίες, πελατειακών σχέσεων ανάμεσα σε κεντρική πολιτική σκηνή και τοπική αυτοδιοίκηση που όμως δεν οδήγησαν σε μείωση των περιφερειακών ανισοτήτων, διαφθοράς, και προσοδοθηρίας, όπου οι κάθε ειδική ομάδα και κλάδος ζήταγε και έμπαινε σαν φωτογραφία στα επενδυτικά κίνητρα. Αντί να προωθήσουν τη δημιουργία μιας βιώσιμης ανάπτυξης σε σταθερές βάσεις, οι τέσσερις επενδυτικοί νόμοι της μεταπολιτευτικής περιόδου (1262/82, 1892/90, 2601/94, 3299/04) βοήθησαν στο να εγκαθιδρυθεί και να κυριαρχήσει η λογική της εύκολης ανάπτυξης.

Αν κάποιος θεωρεί ότι γι’ αυτό έφταιγε το σύστημα κακοδιοίκησης και φαύλης αξιολόγησης των επενδύσεων έχει μόνο μερικώς δίκαιο. Διότι το πρόβλημα υπήρξε από την αρχή δομικό. Από τη σύλληψή τους οι επενδυτικοί νόμοι του παρελθόντος προϋπέθεταν την ύπαρξη ανεξάντλητων δημόσιων πόρων στα χέρια ενός κράτους κεντρικού σχεδιαστή της ανάπτυξης, το οποίο ήταν σε θέση να επιλέγει κλάδους πρωταθλητές που θα έσερναν το κάρο της οικονομίας.

Δυστυχώς, η αθρόα επιδότηση εποχικών δωματίων σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της περιφέρειας, τα πτωχευμένα εργοστάσια απολιθώματα της Ανατολικής Μακεδονίας και της Θράκης, καθώς και η συσσώρευση χιλιάδων αιτημάτων για επιδότηση μικρών φωτοβολταϊκών (20 Kw) αποδεικνύει το πώς κλάδοι υποτιθέμενοι πρωταθλητές, όπως ο τουρισμός και η ενέργεια, αλλά και ένα τμήμα της μεταποίησης, μπορούν να εκφυλιστούν σε μικροεπενδύσεις χαμηλής προστιθέμενης αξίας. Ταυτόχρονα, η χρόνια καθυστέρηση στην εκταμίευση πόρων με αποτέλεσμα την οικονομική ασφυξία πολλών ενταγμένων επιχειρήσεων αποδεικνύει τις αρνητικές συνέπειες της αθρόας ένταξης επενδυτικών σχεδίων χωρίς οροφή προϋπολογισμού.

Ο νέος επενδυτικός νόμος που ψηφίστηκε τόσο επί της αρχής όσο και κατ’ άρθρο στις 20 Ιανουαρίου, αποτελεί μια τομή σε σχέση με τις πρακτικές του παρελθόντος. Αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, όπως συχνά πυκνά δηλώνουν και οι εμπνευστές του.

Καταρχάς, δεν αυτό-αποκαλείται αναπτυξιακός, αλλά επενδυτικός. Αναγνωρίζεται έτσι για πρώτη φορά ότι η ανάπτυξη είναι μια σύνθετη διαδικασία, μέρος της οποίας αποτελούν οι ιδιωτικές επενδύσεις και το πλαίσιο κινήτρων που τις ευνοούν. Η ανάπτυξη δεν ταυτίζεται με τον επενδυτικό νόμο.

Δεύτερον, βγάζει τη χώρα από τη λογική της κλαδικής προσέγγισης της ανάπτυξης και προωθεί την επενδυτική κινητικότητα με βιώσιμα και αποδοτικά επενδυτικά σχέδια σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικονομίας. Είναι ένα σχέδιο βιώσιμο και αποδοτικό; Πριμοδοτείται. Δεν είναι. Δεν εντάσσεται στα κίνητρα. Ο ομφάλιος λώρος πολιτικής και κλαδικών εκπροσώπων που απαιτούσαν λόγω κλάδου και θέσης ειδικά προνόμια (μόρια, ύψος επιδότησης κοκ) κόβεται.

Τρίτον, μπαίνει για πρώτη φορά οροφή στον προϋπολογισμό, ενώ εισάγεται η διαδικασία του ανταγωνισμού μεταξύ των υποβαλλόμενων επενδυτικών σχεδίων (διαδικασία ανταγωνιστικών προσφορών). Με δεδομένο το ανώτατο όριο των προσφερόμενων ενισχύσεων μόνο τα καλύτερα επενδυτικά σχέδια θα έχουν πρόσβαση στις ενισχύσεις. Τελειώνει έτσι η ιστορία με τις νομικές εντάξεις χιλιάδων σχεδίων τα οποία το κράτος δεν είχε λεφτά να πληρώσει με αποτέλεσμα να καθυστερεί τις πληρωμές για χρόνια (σκελετοί στην ντουλάπα).

Τέταρτον, μειώνονται δραστικά οι επιχορηγήσεις και αυξάνονται οι φοροαπαλλαγές σαν βασικό μέτρο πολιτικής. Ταυτόχρονα, θεσμοθετείται για πρώτη φορά ως κίνητρο η πρόσβαση σε ευνοϊκά δάνεια μέσω του νεοσύστατου Εθνικού Ταμείου Επιχειρηματικότητας και Ανάπτυξης. Ευνοούνται έτσι οι υγιείς επιχειρήσεις και κόβεται το οξυγόνο του παρασιτισμού και της προσοδοθηρίας.

Πέμπτον, οι επιχορηγήσεις οι οποίες ορίζονται σε λόγο 1 προς 3 σε σχέση με τις φοροαπαλλαγές διατηρούνται μόνο για ειδικούς σκοπούς. Ένας τέτοιος σκοπός είναι η ενίσχυση της νεανικής και νέας επιχειρηματικότητας. Έχει προβλεφθεί η ύπαρξη Ειδικού Επενδυτικού Καθεστώτος για επιχειρηματίες μέχρι 40 ετών, σύμφωνα με το οποίο καλύπτονται λειτουργικά και εργατικά κόστη μέχρι 1 εκ. ευρώ για πέντε χρόνια.

Το γεγονός ότι ο νέος επενδυτικός νόμος αποτελεί θεσμική καινοτομία και στοιχείο μιας νέας φιλοσοφίας για την ανάπτυξη φάνηκε και στις συζητήσεις που έγιναν στη Βουλή τις τελευταίες δέκα μέρες. Πέρα από το γεγονός ότι ζήτησαν και έλαβαν το λόγο καμιά 70αριά Βουλευτές, σχεδόν όσοι και στον Προϋπολογισμό, η κουβέντα έγινε σε καθεστώς δημιουργικής αντιπαράθεσης για πρώτη και μοναδική φορά ίσως εδώ και πολύ καιρό. Ακόμα και τα ξένα Μέσα, συνήθεις επικριτές και λασπολόγοι των όποιων προσπαθειών που κάνει η Ελλάδα, δημιούργησαν ένα θετικό buzz γύρω από το θέμα.

Τέλος καλό, όλα καλά; Όχι βέβαια. Δεν είναι μόνο ότι απέχουμε πολύ από το να είμαστε σε θέση να μιλάμε για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Είναι ότι και η λειτουργικότητα του νέου νόμου μένει να κριθεί στην πράξη. Στις 15 Μαρτίου θα βγουν οι πρώτες προκηρύξεις, μία από τις οποίες θα αφορά επενδύσεις για την προώθηση της νεανικής επιχειρηματικότητας. Μέχρι τότε πρέπει να έχει φτιαχτεί ένα αξιόπιστο σύστημα διοίκησης και υποστήριξης αυτού του πολύ φιλόδοξου εγχειρήματος. Εκεί τελικά θα κριθεί και η αποτελεσματικότητα του νέου πλαισίου κινήτρων. Ως ένα βαθμό τουλάχιστον. Γιατί το μεγαλύτερο τεστ θα είναι η ζήτηση για επενδυτικά σχέδια. Εκεί θα αποδειχτεί ουσιαστικά το αν υπάρχουν δυνάμεις που επιθυμούν να σύρουν το κάρο της ανάκαμψης.


Wednesday, January 19, 2011

On the outcast generation

By Zygmount Bauman
Social Europe Journal, 17-1-2010

Every generation has its measure of outcasts. There are people in each generation assigned to the outcast status because a “generation change” must mean some significant change in life conditions and life demands likely to force realities to depart from expectations implanted by the conditions-quo-ante. These changes devalue the skills they trained and promoted, and therefore render at least some among the new arrivals, those not flexible or prompt enough to adapt to the emergent standards, ill-prepared to cope with novel challenges and unarmed to resist their pressures. It does not however happen often that the plight of being outcast may stretch to embrace a generation as a whole. This may, however, be happening now.

Several generational changes have been noted during the post-war history of Europe. There was a ‘boom generation’ first, followed by two generations called respectively X and Y; most recently (though not as recently as the shock of the collapse of Reaganite/Thatcherite economy), the impending arrival of the ‘Z’ generation was announced. Each of these generational changes arise from more or less traumatic events; in each case a break in continuity and a necessity of sometimes painful readjustments, caused by a clash between inherited/learned expectations and unanticipated realities, were signalled. And yet, when looking back from the second decade of the 21st Century, we can hardly fail to notice that when confronted with the profound changes brought about by the latest economic collapse, each one of those previous passages between generations may well seem to be an epitome of inter-generational continuity…

...read the rest of the article on the Social Europe Journal

*Zygmunt Bauman is Emeritus Professor at the University of Leeds and one of Europe’s foremost sociologists. He is author of 'Liquid Modernity' (Polity 2000) and many other books on contemporary society. His most recent books are "44 letters from the liquid-modern world" and "Living on borrowed Time" (with Citlali Rovirosa-Madrazo).

Tuesday, January 18, 2011

Hans Rosling's 200 countries, 200 years, 4 minutes - The Joy of Stats



Για ελληνικούς υπότιτλους από τον επίκουρο καθηγητή οικονομικών του University of Pensylvania και μέλους του επιστημονικού συμβουλίου της G700, Μανόλη Γαλενιανού, πατήστε ΕΔΩ

Wednesday, January 12, 2011

Κλειστά επαγγέλματα και η ιδεολογία της εξαίρεσης

Του Left Liberal Synthesis*

Από ότι φαίνεται θα περάσουμε μια περίοδο υπόγειων και φανερών ρυθμίσεων για τα λεγόμενα «κλειστά επαγγέλματα». Αγνοώ τις τεχνικές λεπτομέρειες για καθένα από αυτά, αλλά κατανοώ ότι κλειστό επάγγελμα είναι αυτό, που έχει περιορισμό στην πρόσβαση και συνδυάζεται με κληρονομικό δικαίωμα , ακατανόητη υποχρεωτική χρήση του.

Εκείνο που είναι εντυπωσιακό, είναι ότι διάφοροι εκπρόσωποι επαγγελμάτων προσπαθώντας να υπερασπισθούν τον χώρο τους μετέρχονται διάφορες μεθόδους, οι οποίες διακρίνονται από κυνισμό ή επιλεκτική παρασιώπηση. Συμβολαιογράφοι επικαλούνται τον δημόσιο χαρακτήρα της εργασίας τους, αλλά δεν ολοκληρώνουν το αίτημα τους με την αυτό -κατάργηση τους. Αφού είναι δημόσιοι λειτουργοί που προστατεύουν την νομιμότητα, ας τους καταργήσουμε , να τους κάνουμε υπαλλήλους του υποθηκοφυλακείου και να περάσουν οι αρμοδιότητες τους στο κτηματολόγιο. Προφανώς οι συμβολαιογράφοι θέλουν να είναι επιχειρηματίες που λειτουργούν με κρατική προστασία. Στην ίδια κατευθυνση φαρμακοποιοί επικαλούνται την κληρονομικότητα γιατί το «ίδιο κάνουν οι βουλευτές, οι δικηγόροι, κλπ». Σωστά και η βασιλεία είναι κληρονομικό δικαίωμα.

Προφανώς σε ανεπτυγμένες, πολύπλοκες κοινωνίες κανένα σχεδόν επάγγελμα δεν μπορεί να είναι τυπικά «ελεύθερο». Η ίδια η λειτουργία της κοινωνίας απαιτεί μια σειρά από πολύπλοκες ειδικότητες , οι οποίες απαιτούν έτσι και αλλιώς ρυθμίσεις. Οι ανεπτυγμένες κοινωνίες στηρίζονται σε ειδικότητες, τεχνολογίες, επιμερισμούς και ταξινομήσεις διαδικασιών που ελέγχονται. Για όλα θα πρέπει να υπάρχει μια ρύθμιση, ένας έλεγχος ο οποίος πρέπει να αφορά τα προσόντα και την κατάρτιση των ειδικοτήτων. Εδώ όμως αρχίζει να καλλιεργείται η σύγχυση σκόπιμα .Ταυτίζεται το επαγγελματικό απαιτούμενο πρωτόκολλο με το επιχειρηματικό καρτέλ και με το πρόσχημα του επαγγέλματος ο καθένας διεκδικεί να είναι ένα καρτέλ με κρατική προστασία στον χώρο του.

Οι ενδιαφερόμενοι ασκούν μια διπλή πίεση. Αφ’ ενός επικαλούνται οτι δημόσια αγαθά βρίσκονται σε κίνδυνο και αφ’ ετέρου διεκδικούν την εξαίρεση. Υψηλές αξίες της δημόσιας σφαίρας, όπως η υγεία, η νομιμότητα, η ασφάλεια, ο δημόσιος πλούτος είναι το βάθρο πάνω στο οποίο στηρίζονται περίτεχνα νομικά οικοδομήματα μέσω των οποίων εξασφαλίζονται σταθερά και προστατευμένα εισοδήματα. Και όλα αυτά με την επίκληση της εξαίρεσης, της ειδικής συνθήκης, του κινδύνου μιας κατάρρευσης από μια ακατανόητη γενίκευση. Αλίμονο δεν μπορεί να είμαστε όλοι ίδιοι

Το φάρμακο δεν είναι σαν τα πλακάκια υγιεινής, το έννομο συμφέρον του δημοσίου δεν είναι σαν θεατρικό εισιτήριο ,η ασφάλεια του κτιρίου δεν είναι τραχανάς κλπ.

Το χειρότερο με τα «κλειστά» επαγγέλματα δεν είναι ότι είναι «κλειστά» οικονομικά και συνεπώς δημιουργούν περιττά κόστη συναλλαγής στην οικονομία, αλλά ότι λειτουργούν και ενισχύουν μια συγκεκριμένη ιδεολογία την ιδεολογία των «εξαιρέσεων».

Η ιδεολογία αυτή είναι πολύ απλή , προϋποθέτει όμως μια άρρητη ,διπλή αρχή....

*Στο ιστολόγιο του Left-Liberal Synthesis μπορείτε να διαβάσετε τη συνέχεια του παραπάνω άρθρου.

Tuesday, January 11, 2011

Europe's Young Grow Agitated Over Future Prospects

By RACHEL DONADIO
New York Times, January 1, 2011

LECCE, Italy — Francesca Esposito, 29 and exquisitely educated, helped win millions of euros in false disability and other lawsuits for her employer, a major Italian state agency. But one day last fall she quit, fed up with how surreal and ultimately sad it is to be young in Italy today.

It galled her that even with her competence and fluency in five languages, it was nearly impossible to land a paying job. Working as an unpaid trainee lawyer was bad enough, she thought, but doing it at Italy’s social security administration seemed too much. She not only worked for free on behalf of the nation’s elderly, who have generally crowded out the young for jobs, but her efforts there did not even apply to her own pension.

“It was absurd,” said Ms. Esposito, a strong-willed woman with a healthy sense of outrage.

The outrage of the young has erupted, sometimes violently, on the streets of Greece and Italy in recent weeks, as students and more radical anarchists protest not only specific austerity measures in flattened economies but a rising reality in Southern Europe: People like Ms. Esposito feel increasingly shut out of their own futures. Experts warn of volatility in state finances and the broader society as the most highly educated generation in the history of the Mediterranean hits one of its worst job markets.

Politicians are slowly beginning to take notice. Italy’s president, Giorgio Napolitano, devoted his year-end message on Friday to “the pervasive malaise among young people,” weeks after protests against budget cuts to the university system brought the issue to the fore.

Giuliano Amato, an economist and former Italian prime minister, was even more blunt. “By now, only a few people refuse to understand that youth protests aren’t a protest against the university reform, but against a general situation in which the older generations have eaten the future of the younger ones,” he recently told Corriere della Sera, Italy’s largest newspaper.

The daughter of a fireman and a high school teacher, Ms. Esposito was the first in her family to graduate from college and the first to study foreign languages. She has an Italian law degree and a master’s from Germany and was an intern at the European Court of Justice in Luxembourg. It has not helped.

“I have every possible certificate,” Ms. Esposito said dryly. “I have everything except a death certificate.”

Even before the economic crisis hit, Southern Europe was not an easy place to forge a career. Low growth and a corrosive lack of meritocracy have long posed challenges to finding a job in Italy, Greece, Spain and Portugal. Today, with the added sting of austerity, more people are left fighting over fewer opportunities. It is a zero-sum game that inevitably pits younger workers struggling to enter the labor market against older ones already occupying precious slots.

As a result, a deep malaise has set in among young people. Some take to the streets in protest; others emigrate to Northern Europe or beyond in an epic brain drain of college graduates. But many more suffer in silence, living in their childhood bedrooms well into adulthood because they cannot afford to move out.

“They call us the lost generation,” said Coral Herrera Gómez, 33, who has a Ph.D. in humanities but still lives with her parents in Madrid because she cannot find steady work. “I’m not young,” she added over coffee recently, “but I’m not an adult with a job, either.”

There has been a national debate for years in Spain about “mileuristas,” a nickname for college graduates whose best job prospects may well pay just 1,000 euros a month, or $1,300.

Ms. Herrera is at the lower end of the spectrum. Fed up with earning 600 euros a month, or $791, under the table as a children’s drama teacher, Ms. Herrera said she had decided to move to Costa Rica this month to teach at a university.

As she spoke in a cafe in Madrid, a television on the wall featured a report on the birthday of a 106-year-old woman who said that eating blood sausage was the secret to her longevity.

The contrast could not have been stronger. Indeed, experts warn of a looming demographic disaster in Southern Europe, which has among the lowest birth rates in the Western world. With pensioners living longer and young people entering the work force later — and paying less in taxes because their salaries are so low — it is only a matter of time before state coffers run dry.

“What we have is a Ponzi scheme,” said Laurence J. Kotlikoff, an economist at Boston University and an expert in fiscal policy.

He said that pay-as-you-go social security and health care were a looming fiscal disaster in Southern Europe and beyond. “If these fertility rates continue through time, you won’t have Italians, Spanish, Greeks, Portuguese or Russians,” he said. “I imagine the Chinese will just move into Southern Europe.”

The problem goes far beyond youth unemployment, which is at 40 percent in Spain and 28 percent in Italy. It is also about underemployment. Today, young people in Southern Europe are effectively exploited by the very mechanisms created a decade ago to help make the labor market more flexible, like temporary contracts.

Because payroll taxes and firing costs are still so high, businesses across Southern Europe are loath to hire new workers on a full-time basis, so young people increasingly are offered unpaid or low-paying internships, traineeships or temporary contracts that do not offer the same benefits or protections.

“This is the best-educated generation in Spanish history, and they are entering a job market in which they are underutilized,” said Ignacio Fernández Toxo, the leader of the Comisiones Obreras, one of Spain’s two largest labor unions. “It is a tragedy for the country.”

Yet many young people in Southern Europe see labor union leaders like Mr. Fernández, and the left-wing parties with which they have been historically close, as part of the problem. They are seen as exacerbating a two-tier labor market by protecting a caste of tenured older workers rather than helping younger workers enter the market.

For Dr. Kotlikoff, the solution is simple: “We have to change the labor laws. Not gradually, but quickly.”

Yet in Greece, Italy, Portugal and Spain, any change in national contracts involves complex negotiations among governments, labor unions and businesses — a delicate dance in which each faction fights furiously for its interests.

Because older workers tend to be voters, labor reform remains a third rail to most politicians. Asked at a news conference last year about changing Italy’s de facto two-tier system, Italy’s center-right finance minister, Giulio Tremonti, said simply, “You can’t make violent changes to the system.”

New austerity measures in Spain, where the overall unemployment rate is 20 percent, the highest in the European Union, are further narrowing the employment window. Spain has pledged to raise its retirement age to 67 from 65, but incrementally over the next 20 years.

“Now people are being sent into early retirement at age 55,” said Sara Sanfulgencio, 28, who has a master’s degree in marketing but is unemployed and living in Madrid with her mother, who owns a children’s shoe store. “But if I haven’t started working by age 28 and I already have to stop at 55, it’s absurd.”

In Italy, Ms. Esposito is finishing her lawyer traineeship at a private firm in Lecce. It pays little but sits better on her conscience than her unpaid work for the government.

“I’m a repentant college graduate,” she said. “If I had it to do over again, I wouldn’t go to college and would just start working.”

Lucia Magi contributed reporting from Madrid, and Gaia Pianigiani from Rome.

This article has been revised to reflect the following correction:


Correction: January 9, 2011


An article last Sunday about the employment challenges facing young people in southern Europe misspelled the given name of a Boston University economist who commented on how the region’s low birth rates and aging populations are draining national budgets. He is Laurence J. Kotlikoff, not Lawrence.

Saturday, January 8, 2011

Η Ευρώπη στο σταυροδρόμι

G700
Hellenic Nexus, τ. Ιανουαρίου 2011

Οι Ευρωπαίοι

Αυτή τη στιγμή περισσότερο από ποτέ άλλοτε, οι Ευρωπαίοι είναι ενάντια σε κάθε μορφή παραχώρησης εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στην κοινή ευρωπαϊκή πολιτική ηγεσία. Η εμπιστοσύνη μεταξύ των ευρωπαϊκών λαών είναι στο μεταπολεμικό ναδίρ της και είναι προφανές ότι οι μισοί λαοί βλέπουν τους άλλους ως τεμπέληδες και λαμόγια, οι άλλοι μισοί βλέπουν τους πρώτους σαν νέους οικονομικούς κατακτητές των χωρών τους.

Οι παλιές οικονομικές ισορροπίες μεταξύ βορείων και νοτίων καταναλωτών έχουν ατονήσει λόγω της συνολικής πτώσης της ανάπτυξης. Το παλαιό δόγμα της εσωτερικής αναδιανομής άλλωστε, απέτυχε παταγωδώς. Οι μεταφερόμενοι από το βορρά πόροι μετατράπηκαν σε αρνητικά εμπορικά ισοζύγια για το νότο και η κοινή οικονομική ταχύτητα δεν επιτεύχθηκε σύμφωνα με τον κεντρικό σχεδιασμό.

Αυτό που φάνηκε άλμα, η νομισματική ένωση, ταράζεται συθέμελα στην πρώτη μεγάλη δοκιμασία της. Και τώρα που η Ευρώπη χρειάζεται άμεσες και τολμηρές αποφάσεις προκύπτουν τα δομικά της πολιτικά προβλήματα. Τα εθνικά κράτη, λειτουργούν αναπόφευκτα με τα παλιά αντανακλαστικά που καλλιεργήθηκαν επί αιώνες. Η υπερεθνική εμπιστοσύνη δε μαθαίνεται σε μισή γενιά, άλλωστε… Μόνος δρόμος για την ΕΕ είναι να τα ξεπεράσει αλλιώς το όλο εγχείρημα δεν θα έχει ούτε λόγο, ούτε τρόπο να επιβιώσει.

Designed to fail?

Ήταν αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη. Η ισορροπία μεταξύ εθνικών κυβερνήσεων και κεντρικής ευρωπαϊκής εξουσίας ακόμα ευνοεί τις πρώτες. Και βέβαια με την ύπαρξη απρόσωπων εκπροσώπων της Ευρώπης (πχ. πρόεδρος Rompuy, υπ. εξ. Ashton) δεν είναι δυνατόν να γίνει σαφής ο ρόλος της δεύτερης. Τα κέντρα της ευρωπαϊκής εξουσίας παραμένουν άχρωμα και γραφειοκρατικά. Οι κοινοί ευρωπαϊκοί θεσμοί είναι οριακά απολιτικοί. Επίσης, οι απόπειρες δημιουργίας ενός κοινού πολιτικού αφηγήματος απέβησαν άκαρπες. Αντί να αναζητηθεί ο ελάχιστος κοινός πολιτικός και αξιακός παρονομαστής των Ευρωπαίων στο Ευρωσύνταγμα, κατασκευάστηκε ένα ακατανόητο μαμούθ που ρύθμιζε λεπτομερώς, με ακρίβεια εγκυκλίου πολλές φορές διάφορα τεχνικά ζητήματα.

Ένα επίσης σημαντικό ζήτημα είναι πως οι πολιτικοί των χωρών – μελών χρησιμοποίησαν παλιότερα και ακόμα περισσότερο τώρα την ενδοευρωπαϊκή σύγκρουση ως μέσο εκλογικής επιρροής. Η εικόνα του μέσου Ευρωπαίου έχει να κάνει με κυβερνήσεις που τον «προστατεύουν» από τις ευρωπαϊκές αποφάσεις. Η εθνική κολακεία είναι όπλο στη φαρέτρα όλων των πολιτικών του κόσμου αλλά, υπ’ αυτές τις συνθήκες αποβαίνει εκρηκτική. Στις εθνικές πολιτικές διαμάχες οι αντιευρωπαϊστές έχουν την κρίση με το μέρος τους. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ελλάδα έγινε ανάρπαστη και διαδόθηκε από κύκλους της εγχώριας αριστεράς ομιλία ευρωβουλευτή εκλεγμένου με το βρετανικό ακροδεξιό BNP ενώ ακροδεξιοί κύκλοι ανήγαγαν σε ήρωα τον αριστερό και οικολόγο Cohn-Bendit.

Οι αποφάσεις της Μέρκελ λαμβάνονται σε χρονική σχέση με τις εκλογές των γερμανικών κρατιδίων παρά σε σχέση με το παγκόσμιο οικονομικό μομέντουμ. Ο δρόμος της Μέρκελ είναι ενδεικτικός του πανευρωπαϊκού πολιτικού κλίματος. Ενός κλίματος που, γενικώς, προτιμά να κρύβονται τα εθνικά πολιτικά άπλυτα κάτω από το ευρωπαϊκό χαλί. Η Ευρώπη την πληρώνει κάθε φορά που ένας λαός είναι ανικανοποίητος από την εθνική του ηγεσία (βλ. καταψήφιση Ευρωσυντάγματος από τους Γάλλους).

Η κοινή αγορά, το κοινό νόμισμα, η κοινή οικονομία, η κοινή πολιτεία

Η Ευρώπη βασίστηκε σε ένα γενικώς ορθό δόγμα που λέει πως όταν υπάρχουν κοινές γεωστρατηγικές επιδιώξεις και κοινά οικονομικά συμφέροντα, είναι δυνατόν να παραμερίζονται οι εθνικισμοί και να αναπτύσσεται η φιλία μεταξύ αλλοεθνών. Αυτό ίσχυσε μετά τον Πόλεμο και συνεχίζει με κλυδωνισμούς να ισχύει. Όμως, τα κοινά συμφέροντα σε μια συρρικνούμενη οικονομική πίτα αναγκαστικά τίθενται σε τροχιά σύγκρουσης. Στην ευημερία όλοι είναι φίλοι. Στη διανομή των βαρών κρίνεται το βάθος της συνεργασίας. Οι κοινές λοιπόν γεωστρτηγικές επιδιώξεις και τα κοινά οικονομικά εργαλεία έφεραν την Ευρώπη στη νομισματική ενοποίηση. Όμως, το μεγάλο βήμα θα ολοκληρωθεί όταν ληφθούν οι κατάλληλες αποφάσεις που θα φέρουν την Ευρώπη στην οικονομική και στην πολιτική ολοκλήρωση.

Η απόπειρες δημιουργίας του Ευρωσυντάγματος απέβησαν άκαρπες. Αντί να αναζητηθεί ο ελάχιστος κοινός πολιτικός και αξιακός παρονομαστής των Ευρωπαίων, κατασκευάστηκε ένα μαμούθ που ρύθμιζε λεπτομερώς, με ακρίβεια εγκυκλίου πολλές φορές διάφορα νομοθετικά ζητήματα. Η Ενωμένη Ευρώπη έχει ανάγκη μιας απλής και λαϊκά κατανοητής περιγραφής στους πολίτες της. Μιας περιγραφής που θα τη νομιμοποιήσει τόσο όταν αναδιανέμει τους ευρωπαϊκούς πόρους, όσο και όταν εγκαλεί τις εθνικές κυβερνήσεις, ή ακόμη και τις υποκαθιστά στη χάραξη πχ. της οικονομικής πολιτικής.

Η Ευρώπη ενώθηκε για να επουλώσει τις βαθιές πληγές των αιώνιων πολέμων της. Τώρα, ο ευρωπαϊκός πόλεμος έχει τη μορφή ενός οικονομικού εμφυλίου. Ας διδαχτούμε από δυο άλλες ομοσπονδίες που αναζήτησαν την ισορροπία μεταξύ των «εθνικών» και των «κεντρικών» εξουσιών, τις ΗΠΑ και τον Καναδά, με ένα, ασφαλώς, πιο συμπαγές πολιτιστικό και γλωσσικό υπόβαθρο. Το ερώτημα για την Ευρώπη είναι αν θα καταφέρει να προχωρήσει σε μεγαλύτερη ενότητα διατηρώντας τις επιμέρους διαφοροποιήσεις της. Πιστεύουμε πως είναι μονόδρομος αν δεν θέλει να βυθιστεί σε μόνιμη κρίση ή ακόμη και να διαλυθεί.