Friday, April 30, 2010

Η ευθύνη των εργατοπατέρων για την κρίση

Η φετινή πρωτομαγιά βρίσκει τους Έλληνες εργαζόμενους αντιμέτωπους με μια πρωτοφανή κρίση. Λόγω της ανεπάρκειας, της ιδεοληψίας, της κοινωνικής μυωπίας και σε πολλές περιπτώσεις και της φαυλότητας του εργατικού κινήματος μεταπολιτευτικά, η χώρα δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα παραγωγικό και βιώσιμο μοντέλο ανάπτυξης, ικανό να ανταπεξέλθει σε δύσκολους καιρούς.

Το κυρίαρχο μοντέλο της παρασιτικής δανεικής ευημερίας για τους λίγους, το οποίο υποστήριξε σε βάρος της μεγάλης σιωπηρής πλειονότητας των πολιτών η εργατική αριστοκρατία του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ μαζί με τους ραντιέριδες και τα πιράνχας μιας κρατικοδίαιτης αγοράς, κατέρρευσε σαν τραπουλόχαρτο με αφορμή τα απόνερα που δημιούργησε η παγκόσμια χρηματοοικονομική κρίση.

Η ευθύνη των εργατοπατέρων για την ελληνική κρίση είναι τεράστια. Καταρχάς ηθική. Νάρκωσαν το λαό με όμορφα ψέματα και θεωρίες περί κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων, αγνοώντας πλήρως την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της οικονομίας. Έτσι, έγινε δικαίωμα η σύνταξη στα 50, η αργομισθία στο δημόσιο, η πληρωμή παχυλών επιδομάτων σε προβληματικές ΔΕΚΟ, ενώ η εξαίρεση από τον γενικό κανόνα αναδείχτηκε σε πάγιο αίτημα όλων των απανταχού την Ελλάδα «αδικημένων». Δεύτερον, συνειδητά και λυσσαλέα παρεμπόδισαν την οποιαδήποτε απόπειρα μεταρρύθμισης, εξορκίζοντάς την ως «νεοφιλελεύθερη», ακόμα κι αν επρόκειτο για εμφανή μέτρα κοινωνικής δικαιοσύνης, όπως το να πληρώνουν όλοι φόρους με δίκαιο τρόπο ή ν’ αλλάξει το ασφαλιστικό για να μην πληρώνονται συντάξεις οι άγαμες θυγατέρες.

Σήμερα, όμως, κατέφτασαν με καθυστέρηση εικοσαετίας τα πραγματικά νεοφιλελεύθερα μέτρα στην πιο σκληρή τους εκδοχή. Για χάρη των δυνάμεων της καθυστέρησης η Ελλάδα απέκτησε Κυβέρνηση Δανειστών καθώς και τη δική της Θάτσερ, κυρία Μέρκελ. Ως αποτέλεσμα, σήμερα δεν μπορούμε να εισακουστούμε ούτε για τα αυτονόητα. Ότι δηλαδή είναι έγκλημα να κοπεί ο 13ος και 14ος μισθός από τον ιδιωτικό τομέα τη στιγμή που ούτε οι εργοδοτικές οργανώσεις δεν επιθυμούν κάτι τέτοιο. Την εποχή λοιπόν που ως πρόταγμα αναδύεται ο υπεύθυνος, ευσυνείδητος καπιταλισμός με εργαλείο το ενεργό κράτος στρατηγείο, εμείς θα εφαρμόζουμε χωρίς καμία παρέκκλιση το δόγμα της προηγούμενης εποχής. Μπορούμε να ευελπιστούμε για την αλλαγή του κράτους και τις διαρθρωτικές αλλαγές. Εύλογα όμως φοβόμαστε για μια βαθιά ύφεση με απρόβλεπτες κοινωνικές συνέπειες.

Σήμερα, λοιπόν, αντί να βγούμε στους δρόμους με το γραφικό ΠΑΜΕ και τα επίσημα θεσμικά Συνδικαλιστικά Όργανα στην καθιερωμένη διασπασμένη πορεία για την εργατική πρωτομαγιά, καλό είναι αν έχουμε κουράγιο να πάμε σε καμιά γωνία πιο πέρα και να απαιτήσουμε από τις δυνάμεις της καθυστέρησης και συνάμα ηθικούς αυτουργούς της κρίσης να παραμερίσουν. Δεν είναι πια σε θέση να εκφράσουν τους Έλληνες εργαζόμενους, την αγανάκτηση και τον κοινωνικό θυμό που έχει συσσωρευτεί εδώ και χρόνια. Τους προτρέπουμε να κάνουν την αυτοκριτική τους, να αλλάξουν τις φθαρμένες ηγεσίες τους, να αποκτήσουν νοοτροπία παραγωγικότητας και ανάπτυξης και τότε να έλθουν να μιλήσουν εκ νέου και ειλικρινώς για κοινωνική δικαιοσύνη στον ελληνικό λαό.

Σταθμισμένη ψήφος από τα 16 χρόνια

Γιορτάζουμε φέτος για δεύτερη χρονιά την Ευρωπαϊκή Ημέρα Διαγενεακής Αλληλεγγύης. Η προσπάθεια αυτή να ακούσουμε το μέλλον, έχει ειδικά φέτος ιδιαίτερη σημασία.

Και αυτό γιατί αντιμετωπίζουμε μία κρίση που ανατρέπει δεδομένα και συνήθειες και μας αναγκάζει μέσα από επώδυνες διαδικασίες να ψαχτούμε περισσότερο, να βρούμε τα πλεονεκτήματα μας, να αξιοποίησουμε τα χαρίσματά μας και να ξανασχεδιάσουμε με πιο δίκαιο τρόπο πώς ζούμε και πώς αναπτυσσόμαστε. Η κρίση αυτή έχει δύο πλευρές. Μας θυμίζει ότι ο τρόπος με τον οποίο συνηθίσαμε να παράγουμε πλούτο και ευημερία ειδικά στον αναπτυγμένο κόσμο, δεν είναι ούτε βιώσιμος ούτε δίκαιος. Δεν είναι ούτε έξυπνος ούτε ηθικός. Οι φυσικοί πόροι του πλανήτη δεν είναι ανεξάντλητοι. Τελειώνουν γρήγορα παρότι δεν ανήκουν μονάχα στις γενιές που τους εκμεταλλεύονται αλλά και στις γενιές που έρχονται.

Επιπλέον, για μία ακόμη φορά οι θεσμοί μένουν πίσω από τις ανάγκες και γι’ αυτό ακριβώς παράγεται κρίση νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος. Στο παράδειγμα της Ελλάδας βλέπουμε πολύ χαρακτηριστικά τον συνδυασμό μίας ομαδικής παράκρουσης υπερκατανάλωσης με χρέωση δημοσιονομική και περιβαλλοντική των μελλοντικών γενεών. Η κατάσταση μπορεί να πήρε ακραία μορφή στην περίπτωση μας, ωστόσο δίνει μία καλή γεύση του τί γίνεται σε όλες τις αναπτυγμένες δυτικές χώρες. Απροθυμία συγκράτησης του δημόσιου χρέους και συνέχιση της κατασπατάλησης των φυσικών πόρων του πλανήτη. Ακόμη και η πιο ρυπογόνος χώρα στον πλανήτη, η Κίνα, παράγει -αναλογικά με τον πληθυσμό της- λιγότερους από τους μισούς ρύπους της Ευρώπης και το ένα τέταρτο των ρύπων των ΗΠΑ.

Το κάρο είναι μπροστά από το άλογο. Η γενιά των baby boomers κυριαρχεί στο εκλογικό σώμα. Η ακραία δημογραφική τάση -ειδικά στην Ευρώπη- ενίσχυσης εκείνων που βγαίνουν από την αγορά εργασίας και συνταξιοδοτούνται, ευνοεί πολιτικές επέκτασης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων μέσω της χρηματοδότησης των χρεωκοπημένων ασφαλιστικών συστημάτων και ένα μοντέλο κατασπατάλησης των φυσικών πόρων του πλανήτη.

Η κρίση λειτουργεί διεγερτικά και μας ξυπνά απότομα από το βαθύ ύπνο. Όμως μέχρι να συνειδητοποιήσουμε τι ακριβώς γίνεται, τα χρέη τρέχουν και το περιβάλλον καταστρέφεται. Το καλοκαίρι του 2007 ζήσαμε την τραγωδία της απώλειας δεκάδων ανθρώπινων ζώων εξαιτίας πυρκαγιών που κατέστρεψαν το 6% των δασών, αγροτικές καλλιέργειες και μερικά από τα ομορφότερα χωριά της Πελοποννήσου. Το καλοκαίρι του 2009 χάσαμε ένα σημαντικό κομμάτι των δασών της Αττικής. Από το φθινόπωρο του 2009 και μέσα σε έξι μήνες, οι προβλέψεις του χρέους έχουν αυξηθεί γεωμετρικά με ρυθμό "ν εις το χάος", και χωρίς διεθνή βοήθεια θα σηκώναμε λευκή πετσέτα παραδίνοντας τα κλειδιά της χώρας στους πιστωτές.

Ο αγώνας για δίκαιη κατανομή πόρων και ευκαιριών μεταξύ των γενεών είναι τελικά ο αγώνας για να αλλάξουμε τον τρόπο που ζούμε, να τον κάνουμε βιώσιμο και να διατηρήσουμε ευκαιρίες και ευημερία για τις επόμενες γενιές.

Και για να γίνει αυτό, χρειάζεται η φρεσκάδα και η δύναμη των νέων ανθρώπων που αποστασιοποιούνται. Η Δημοκρατία χρειάζεται να έρθει πιο κοντά σε αυτούς που είναι κοντά στο μέλλον. Να επινοήσει νέους τρόπους ώστε η απαισιοδοξία των νέων που είναι απογοητευμένοι και πεισμένοι ότι θα ζήσουν χειρότερα απ’ ότι οι γόνεις τους, να γίνει αγώνας και η ασφυξία να γίνει ελπίδα.

Το υπουργείο εσωτερικών ανακοίνωσε χθες με το σχέδιο "Καλλικράτης" ότι το όριο εκλογιμότητας για τους δημοτικούς συμβούλους κατεβαίνει στα 18 χρόνια. Καλό αλλά λίγο. Προτείνουμε την ενσωμάτωση της προστασίας της δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών στις αρμοδιότητες του Ευρωπαίου ∆ιαμεσολαβητή, τη θεσμοθέτηση του Συνηγόρου των Μελλοντικών Γενεών, με δικαίωμα παρέμβασης τόσο στη νομοθεσία όσο και στις διοικητικές πράξεις που υποβαθμίζουν το περιβάλλον όπως έχει γίνει ήδη στην Ουγγαρία. Έπιπλέον, τη διεύρυνση του δικαιώματος ψήφου στα 16 χρόνια όπως έχει ήδη θεσμοθετηθεί στην Αυστρία και όπως προτείνουν οι Βρετανοί Εργατικοί.

Προτείνουμε σταθμισμένη-ενισχυμένη ψήφο στις εκλογές για τους νέους με ηλικία μέχρι τα 30. Να κερδίσουμε μία ευκαιρία η αδιαφορία να γίνει έκφραση, ο θυμός επιλογή και η ελπίδα για ευημερία σε έναν καλύτερο πλανήτη πιο δυνατή.

Thursday, April 29, 2010

Κακοποίηση τέκνων παιδεύει γονείς

Σήμερα γιορτάζουμε την Ευρωπαϊκή Ημέρα Διαγενεακής Αλληλεγγύης. Στην Ελλάδα του βαθέματος της οικονομικής κρίσης, η «γιορτή» αυτή των γενεών, μόνο σαν κακόγουστο αστείο μπορεί να εκληφθεί από τους πολίτες. Η γενιά της Μεταπολίτευσης αφήνει κληρονομιά στα παιδιά της μια οικονομία γεμάτη στάχτες και αποκαΐδια. Οι σημερινοί νέοι, καλούνται στο ξεκίνημα του εργασιακού τους βίου να «θυσιαστούν» για να βγει η χώρα από μία ανεπανάληπτη κρίση.

Το ότι είμαστε γενιά Ιφιγένεια, όμως, το ξέραμε. Αυτό που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό είναι ότι μαζί με τους νέους, καλούνται πλέον να θυσιάσουν μέρος της ευημερίας τους και οι γονείς τους. Με τη δαμόκλειο σπάθη του ΔΝΤ να κρέμεται πάνω απ’ τα κεφάλια μας και υπό το πρίσμα μιας πιθανής χρεοκοπίας, εξαϋλώνονται σταδιακά ένα προς ένα τα προνόμια που μεταπολιτευτικά βαφτίστηκαν κοινωνικά δικαιώματα και κατακτήσεις κι οδήγησαν στη συσσώρευση δυσβάσταχτων χρεών. Τα αφορολόγητα επιδόματα-συμπληρώματα στο μισθό ασχέτως παραγωγικότητας, η αυτοτελής φορολόγηση σωρείας επαγγελματικών ομάδων, η πρόωρη συνταξιοδότηση και οι χρυσές εθελούσιες έξοδοι, το δικαίωμα στο διορισμό σε μια προβληματική ΔΕΚΟ - κουβά των παιδιών του κομματικού κράτους, οι αργομισθίες στο δημόσιο, τα κλειστά επαγγέλματα και οι κλειστές αγορές - φέουδα των εγωιστικών συμφερόντων, οι εθνικοί προμηθευτές, το χάρισμα εισφορών και φόρων, η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και άλλα πολλά που θέλει κανείς σελίδες για να μπορέσει να τα απαριθμήσει. Η γενιά που καβάλησε το άλογο της «ψ-ευδαιμονίας» καλείται σήμερα να αφιππεύσει βίαια.

Η πτώση, ο κρότος της οποίας φτάνει απ’ άκρη σ’ άκρη στον πλανήτη, αποδεικνύει περίτρανα και πέραν πάσης αμφιβολίας ότι, όπως θεαματικά καταρρέει ο άπληστος και ανεξέλεγκτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός της Wall Street, έτσι θεαματικά καταποντίζονται και τα μοντέλα ανάπτυξης που βασίζονται σε διαγενεακά άδικες πολιτικές. Όταν το κράτος ξοδεύει πέρα από τα όρια του, υποθηκεύοντας την ευημερία των μελλοντικών γενεών, όταν οι πολιτικοί διορίζουν άχρηστους και φαύλους φίλους σε σημαντικές θέσεις, πριμοδοτώντας την κομματική επετηρίδα και αγνοώντας την αξιοκρατία, όταν οι δημόσιοι υπάλληλοι πληρώνονται δυσανάλογα από την παραγωγικότητά τους, όταν το κράτος ξεπουλάει τη δημόσια περιουσία και ξοδεύει τα έσοδα για να συντηρήσει μια εφήμερη κατανάλωση, όταν η μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό δημιουργεί περισσότερο χρέος και ανισότητα απ’ ότι τελικό κέρδος, όταν η διαφθορά και φοροδιαφυγή αποτελεί εθνικό σπορ, όταν το πρότυπο στην αγορά είναι ο «ραντιέρης», το «αρπακτικό», ο «ακάλυπτος», το «λαμόγιο» και ο «καταφερτζής», τότε οι νέοι, τα παιδιά και οι μελλοντικές γενιές καλούνται να πληρώσουν ένα βαρύ τίμημα.

Όταν όμως το κόστος του λογαριασμού αυτού ξεφύγει από κάθε όριο, τότε οι θύτες γίνονται κι αυτοί θύματα. Καλούνται κι αυτή να πληρώσουν τη λυπητερή. Τότε βέβαια, είναι πλέον πολύ αργά για διάσωση. Το μήνυμα λοιπόν της σημερινής ευρωπαϊκής ημέρας διαγενεακής αλληλεγγύης με αφορμή και την οικονομική κρίση είναι απλό. Κακοποίηση τέκνων παιδεύουσι γονείς. Καιρός να μάθουμε όλοι το μάθημά μας. Στο δημόσιο χώρο το γενεακό παιχνίδι οδεύει προς εξισορρόπηση.

Monday, April 26, 2010

Η προδιαγεγραμμένη προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης και τα στοιχήματα της επόμενης μέρας

Του Μανόλη Γαλενιανού*

Το 2009 το έλλειμμα της ελληνικής κυβέρνησης ως ποσοστό του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ) ανήλθε στο 12,7% και το χρέος στο 113% (τα στοιχεία αυτά πρόσφατα αναθεωρήθηκαν προς τα πάνω). Δεδομένου ότι το 2009 η ανάπτυξη της οικονομίας ήταν μηδαμινή (το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε μόλις κατά 0,5%), το 2010 το χρέος θα ανέλθει στο 125% του ΑΕΠ. Αν το έλλειμμα παραμείνει στα σημερινά επίπεδα, το χρέος θα φτάσει στο 200% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της δεκαετίας. Καθώς αυτή η εξέλιξη εκμηδενίζει τα περιθώρια αποπληρωμής, η ταχύρρυθμη αύξηση του χρέους οδηγεί την χώρα στην χρεωκοπία με μαθηματική ακρίβεια. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που οι αγορές σήμερα ζητούν όλο και υψηλότερα επιτόκια για να δανείσουν την ελληνική κυβέρνηση.

Τα ερωτήματα που πρέπει να μας απασχολήσουν είναι ποιό είναι το μέγεθος της προσαρμογής που χρειάζεται η χώρα για να επανέλθει σε μια βιώσιμη δημοσιονομική πορεία και κατά πόσο αυτή η προσαρμογή ήταν εφικτή χωρίς εξωτερική βοήθεια.

Ο πρώτος στόχος της προσαρμογής είναι η σταθεροποίηση του χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Για να εξετάσουμε ξεχωριστά το μέγεθος της προσαρμογής από την εμπιστοσύνη των αγορών, θα χωρίσουμε το συνολικό έλλειμμα της κυβέρνησης σε δύο επιμέρους τμήματα, το πρωτογενές έλλειμμα και τους τόκους.

Το πρωτογενές έλλειμμα, το οποίο ανήλθε στο 7,7% του ΑΕΠ το 2009, είναι η διαφορά μεταξύ των εσόδων της κυβέρνησης (από φόρους κτλ) και των δαπανών της πλην τόκων (μισθοί δημοσίων υπαλλήλων, δημόσιες επενδύσεις κτλ). Οι τόκοι, οι οποίοι το 2009 περιελάμβαναν το υπόλοιπο 5% του συνολικού ελλείμματος, εξαρτώνται από το ύψος του χρέους και από το επιτόκιο που «ζητούν» οι αγορές για να δανείσουν την κυβέρνηση. Για το 2009, το μέσο επιτόκιο που πλήρωσε η Ελλάδα ήταν περίπου 4,5%, το οποίο πολλαπλασιαζόμενο με το 113% του χρέους δίνει το ύψος των τόκων στο 5% του ΑΕΠ.

Ας κάνουμε την παραδοχή ότι, όταν τελειώσει η δημοσιονομική προσαρμογή σε 3-4 χρόνια, η Ελλάδα θα μπορεί να δανείζεται με επιτόκιο 5%, η οικονομία θα έχει ανακάμψει σε ένα ρυθμό ονομαστικής ανάπτυξης της τάξης του 4% ετησίως (2% πραγματική ανάπτυξη και 2% πληθωρισμός) και το χρέος θα ανέρχεται στο 150% του ΑΕΠ, επίπεδο το οποίο μοιάζει ρεαλιστικό με βάση τα σημερινά δεδομένα. Σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα θα χρειαστεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5% του ΑΕΠ για να κρατήσει το ύψος του χρέους σταθερό ως ποσοστό του ΑΕΠ.

Αυτό σημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της προσαρμογής πρέπει να αυξηθούν οι φόροι και να μειωθούν οι κρατικές δαπάνες κατά 9,2% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2009. Για να έχουμε μια αίσθηση των μεγεθών, το δημοσιονομικό όφελος των ανακοινωθέντων μέτρων προϋπολογίστηκε στο 4% του ΑΕΠ από την κυβέρνηση. Με άλλα λόγια, ακόμα και αν τα μέτρα αποδώσουν ό,τι ελπίζεται, θα χρειαστεί επιπλέον προσπάθεια κατά μιάμιση φορά μεγαλύτερη από την φετινή για να ολοκληρωθεί η προσαρμογή.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι οι παραδοχές για το 4% της μελλοντικής ανάπτυξης και, κυρίως, για το 5% των επιτοκίων είναι αρκετά αισιόδοξες. Αν οι αγορές αποδειχτούν πιο νευρικές και το επιτόκιο δανεισμού είναι π.χ. 6,5% αντί για 5%, τότε θα χρειαστεί υπερδιπλάσιο πρωτογενές πλεόνασμα (3,6% του ΑΕΠ αντί για 1,5%) για τη σταθεροποίηση του χρέους, ανεβάζοντας τη συνολική προσαρμογή στο 11,3% του ΑΕΠ. Επιπλέον, ο παραπάνω υπολογισμός έχει ως στόχο τη σταθεροποίηση του χρέους σε ένα πολύ υψηλό επίπεδο ενώ μεσοπρόθεσμα ο στόχος πρέπει να είναι η μείωσή του.

Δεδομένης της απαιτούμενης προσαρμογής, τίθενται τρία βασικά ερωτήματα:

Πρώτον, έχει η κυβέρνηση την τεχνοκρατική ικανότητα να προχωρήσει σε τέτοιου μεγέθους ανατροπές; Η διάχυτη αίσθηση της διαφθοράς που κυριαρχεί στην Ελλάδα καθώς και η έλλειψη επαγγελματισμού σε μεγάλα τμήματα του δημόσιου τομέα δημιουργούν πολλές επιφυλάξεις σε αυτό το σημείο.

Δεύτερον, έχει την πολιτική βούληση να πράξει τα απαραίτητα; Μια τόσο μεγάλη και ξαφνική αύξηση της φορολογίας και μείωση των δημοσίων δαπανών θα εντείνουν την οικονομική ύφεση και θα δημιουργήσουν πολιτικές πιέσεις για πισωγυρίσματα. Αν σε δυο χρόνια από σήμερα δεν είναι ακόμα ορατό το φως στο τέλος του τούνελ, θα έχει η κυβέρνηση τη θέληση να συνεχίσει τη λιτότητα ή θα αλλάξει ρότα, όπως έγινε το 1987;

Τρίτον, ακόμα και αν απαντήσουμε θετικά στα πιο πάνω, είναι διατεθειμένες οι αγορές να δανείσουν την ελληνική κυβέρνηση με χαμηλά (μη «βάρβαρα») επιτόκια; Όπως είδαμε τους τελευταίους μήνες, οι προσπάθειες μείωσης του ελλείμματος θα αποβούν ατελέσφορες αν οι πληρωμές για τόκους εκτοξευθούν στα ύψη. Συνεπώς, απαραίτητη συνθήκη για την επιτυχία της προσαρμογής είναι να πειστούν οι αγορές ότι κάτι έχει αλλάξει στην Ελλάδα και ότι αυτήν τη φορά η κυβέρνηση όντως θα πράξει ό,τι έχει εξαγγείλει σε αντίθεση με την ιστορία των τελευταίων δεκαετιών.

Το ξεκάθαρο αποτέλεσμα αυτής της ανάλυσης, νομίζω, είναι ότι αν η Ελλάδα δρούσε μόνη της η αποφυγή της χρεωκοπίας της χώρας θα ήταν αδύνατη. Συνεπώς, η προσφυγή στο μηχανισμό στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ ήταν, στην ουσία, προδιαγεγραμμένη από το μέγεθος της κρίσης και οι ανακοινώσεις περί «λύσεων με τις δικές μας δυνάμεις» ήταν στοχευμένες προς εσωτερική κατανάλωση. Ούτως ή άλλως στο ίδιο συμπέρασμα είχαν φτάσει από καιρό και οι περισσότεροι νηφάλιοι παρατηρητές της ελληνικής οικονομίας, όπως ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ο οποίος είχε επισημάνει τα αυτονόητα, συμπεραλαμβανομένου και του πιθανού ρόλου του ΔΝΤ, από το Δεκέμβρη του 2008!

Η σημασία της βοήθειας της ΕΕ και του ΔΝΤ έγκειται στο ότι δεν χρειάζεται να μας απασχολεί πια το τρίτο από τα παραπάνω ερωτήματα. Τα δύο πρώτα, όμως, παραμένουν και αποτελούν το μεγάλο στοίχημα της σημερινής κυβέρνησης.

*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της G700. Το άρθρο του αποτελεί συνέχεια της προηγούμενης δημοσίευσης με τίτλο Αναλύοντας την ελληνική κρίση: πως φτάσαμε ως εδώ;


Thursday, April 22, 2010

Αναλύοντας την ελληνική κρίση. Πως φτάσαμε ως εδώ;

Του Μανόλη Γαλενιανού*

Για να γίνουν κατανοητά τα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζει σήμερα η Ελλάδα, πρέπει πρώτα να απαντηθεί το γιατί απειλούμαστε ξαφνικά με χρεωκοπία ενώ μέχρι πριν από δύο χρόνια δανειζόμασταν με μεγάλη ευκολία και χαμηλό επιτόκιο.

Το ύψος του επιτοκίου με το οποίο δανείζεται μια κυβέρνηση από το επενδυτικό κοινό κοστολογεί την πιθανότητα μη αποπληρωμής του δανείου. Έτσι, για παράδειγμα, στο δημοσιονομικό και πολιτικό χάος των αρχών της δεκαετίας του ‘90 η Ελλάδα πλήρωνε επιτόκιο 16-18 ποσοστιαίες μονάδες πάνω από τη Γερμανία, σπρεντ το οποίο μειώθηκε στη μισή μονάδα με την είσοδό μας στην ΟΝΕ και πρόσφατα ξαναανέβηκε πάνω από τις 4 μονάδες.

Πώς υπολογίζουν οι επενδυτές την πιθανότητα μη αποπληρωμής; Τα βασικά κριτήρια είναι το ύψος του χρέους ως ποσοστό του εισοδήματος (ΑΕΠ) και η δυναμική αυτού του λόγου. Όσο μεγαλύτερο είναι το ΑΕΠ μιας χώρας, τόσο μεγαλύτερο είναι το ποσό (σε ευρώ) που δύναται να αποπληρώσει, και συνεπώς να δανειστεί. Σε βάθος χρόνου, λοιπόν, η πιστοληπτική ικανότητα μιας χώρας βελτιώνεται όταν μειώνεται το οφελούμενο ποσό αλλά και όταν αυξάνεται το εισόδημα.

Η Ελλάδα τα χρόνια 1999-2008 είχε πολύ υψηλή οικονομική ανάπτυξη. Η πραγματική ανάπτυξη της οικονομίας ανήλθε στο 3.5-4% ετησίως, το οποίο ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην Ευρωπαϊκή Ένωση για εκείνη την δεκαετία. Συνυπολογίζοντας και τον πληθωρισμό, το ονομαστικό ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 7-8% ετησίως, δηλαδή σχεδόν διπλασιάστηκε μεταξύ 1999 και 2008 (καθώς ο δανεισμός γίνεται με ονομαστικούς όρους, χρησιμοποιούμε το ονομαστικό ΑΕΠ για αυτόν τον υπολογισμό).

Συγχρόνως με την μεγάλη αυτή ανάπτυξη, το ελληνικό κράτος είχε και μεγάλα ελλείμματα. Έτσι, ενώ το εισόδημα περίπου διπλασιάστηκε μεταξύ 1999 και 2008, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ παρέμεινε σχεδόν χωρίς αλλαγή στο 100%. Ενδεικτικά, αν εκείνη την δεκαετία το έλλειμμα βρισκόταν στα όρια της υποχρέωσης που είχε αναλάβει η κυβέρνηση (3% ετησίως) τότε το χρέος θα είχε πέσει στο 75% του ΑΕΠ ως το 2008 επειδή η αύξηση του ΑΕΠ θα ήταν πολύ υψηλότερη από την αύξηση του χρέους. Αν ο προϋπολογισμός ήταν ισοσκελισμένος τότε το χρέος θα είχε πέσει στο 54% του ΑΕΠ. Αυτό δείχνει και το μέγεθος της ευκαιρίας που χάθηκε για μια σχετικά πιο εύκολη μείωση των χρεών της ελληνικής κυβέρνησης.

Συμπερασματικά, στα χρόνια 1999-2008 οι επενδυτές χρηματοδότησαν τα ελλείμματα της ελληνικής κυβέρνησης χωρίς να ανησυχούν για το μεγάλο τους μέγεθος λόγω της γρήγορης ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.

Το 2008 αλλάζει το σκηνικό. Η παγκόσμια οικονομία οδηγείται στην μεγαλύτερη κρίση από την δεκαετία του ‘30. Η οικονομική ύφεση οδηγεί σε χειροτέρευση των δημοσιονομικών μεγεθών όλων των χωρών επειδή η οικονομική συρρίκνωση συνεπάγεται μικρότερα φορολογικά εσόδα καθώς και μεγαλύτερα έξοδα, για την στήριξη των τραπεζών και των οικονομικά ασθενέστερων πολιτών (επιδόματα ανεργίας κτλ).

Όσον αφορά την Ελλάδα, η κρίση αρχικά περνάει ξώφαλτσα, επειδή το τραπεζικό σύστημα δεν έχει υπερεπεκταθεί και δεν έχει υπάρξει φούσκα στην αγορά κατοικίας. Ο δεύτερος γύρος όμως της κρίσης, που αφορά την φερεγγυότητα του δημοσίου τομέα διαφόρων χωρών, βρίσκει την Ελλάδα στο επίκεντρο.

Την διετία 2007-09 εν μέσω δύο εκλογικών αναμετρήσεων και μικρής κυβερνητικής πλειοψηφίας, οι δαπάνες της κυβέρνησης αυξάνονται δραματικά χωρίς ανάλογη αύξηση των εσόδων. Πιο συγκεκριμένα, μεταξύ 2006 και 2009, οι δαπάνες αυξάνονται από το 43% του ΑΕΠ στο 50%, ενώ τα έσοδα μειώνονται από το 40% στο 37% του ΑΕΠ!

Η συνακόλουθη εκτόξευση του ελλείμματος θα είχε εντείνει σημαντικά το δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας ακόμα και χωρίς την παγκόσμια κρίση. Η κρίση συνέβαλε στο ότι οδήγησε στην μείωση των φορολογικών εσόδων και, κυρίως, στο ότι μείωσε δραματικά τις προβλέψεις για μελλοντική ανάπτυξη. Το δεύτερο σημείο είναι ιδιαιτέρως σημαντικό για την Ελλάδα καθώς η ανάπτυξη είχε χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη των ελλειμμάτων.

Η νέα κατάσταση του 2009 (μεγάλο δημοσιονομικό έλλειμμα, χαμηλές προσδοκίες ανάπτυξης) δημιούργησε την ανάγκη μιας μεγάλης προσαρμογής στην Ελλάδα (όπως και σε άλλες χώρες). Στην Ελλάδα, οι επενδυτές βλέπουν μιά χώρα με ένα τεράστιο έλλειμα, της τάξης του 6-7% του ΑΕΠ (πριν τις εκλογές του 2009), το οποίο προστίθεται σε ένα ήδη τεράστιο χρέος, της τάξης του 100% του ΑΕΠ, με μια οικονομία σε ύφεση, που σημαίνει ότι ο παρονομαστής του λόγου χρέος-ΑΕΠ δεν πρόκειται να αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, και κρίνουν ότι ο κίνδυνος μη αποπληρωμής έχει αυξηθεί σημαντικά.

Το αποτέλεσμα είναι ότι τα επιτόκια τα οποία ζητάνε για να δανείσουν την ελληνική κυβέρνηση αρχίζουν να αυξάνονται. Το ίδιο συμβαίνει και με την Ιρλανδία, η οποία έχει παρόμοιο δημοσιονομικό έλλειμμα με το ελληνικό, με μικρότερο χρέος αλλά και μεγαλύτερη οικονομική κρίση λόγω των προβλημάτων του ιρλανδικού τραπεζικού τομέα και της φούσκας στα ιρλανδικά ακίνητα.

Στα μάτια των επενδυτών η βασική διαφορά μεταξύ Ελλάδας και Ιρλανδίας έγκειται στην δυνατότητα προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Η ιρλανδική κυβέρνηση περνάει τρία πακέτα λιτότητας μέσα στο 2009 με στόχο την μείωση του δημοσιονομικού ελλείματος.

Αντιθέτως, η ελληνική κυβέρνηση ουσιαστικά δεν παίρνει κανένα μέτρο πριν τις εκλογές του 2009 και μετά τις εκλογές η νέα κυβέρνηση δηλώνει ότι το έλλειμμα είναι το διπλάσιο από αυτό που είχε προηγουμένως ανακοινωθεί χωρίς όμως να παρουσιάζει κάποιο σχέδιο για την μείωσή του.

Πέρα από την απόλυτη απώλεια αξιοπιστίας των στατιστικών της στοιχείων, η ελληνική κυβέρνηση μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί το μέγεθος του προβλήματος και έχει εκλεγεί με το σύνθημα «λεφτά υπάρχουν». Τέλος, στο διεθνές κοινό έχει εδραιωθεί η εντύπωση ότι στην Ελλάδα είναι πολιτικά αδύνατο να ληφθεί το οποιοδήποτε αντιδημοφιλές μέτρο λόγω των βίαιων διαδηλώσεων –η μοναδική ίσως παρακαταθήκη των γεγονότων του Δεκεμβρίου του 2008.

Το αποτέλεσμα είναι ότι ενώ τα σπρεντ Ελλάδας και Ιρλανδίας κινούνται μαζί από το ξεκίνημα της κρίσης, από τον Δεκέμβρη του 2009 τα ιρλανδικά επιτόκια αρχίζουν να μειώνονται και σήμερα κινούνται 1-1,5% πάνω από τα γερμανικά. Αντιθέτως, τα ελληνικά σπρεντ παραμένουν πάνω από το 3-4% το οποίο και δυσχεραίνει την προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος.

Μέχρι στιγμής, οι τρεις ανακοινώσεις στήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν έχουν πείσει τις αγορές ότι η Ελλάδα έχει την δυνατότητα να περάσει την κρίση χωρίς να αναδιαρθρώσει το χρέος της. Για να γίνει κατανοητή όμως η δυσπιστία των επενδυτών είναι χρήσιμη μια πιο αναλυτική ματιά στο μέγεθος του δημοσιονομικού προβλήματος.

...Η συνέχεια στο δεύτερο μέρος της σειράς άρθρων με θέμα την ανάλυση της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης...

*Ο Μανόλης Γαλενιανός είναι επίκουρος καθηγητής στο Οικονομικό Τμήμα του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσυλβανίας και μέλος του Επιστημονικού Συμβουλίου της G700.

Saturday, April 17, 2010

Καταδικασμένοι να ελπίζουμε

Λίγες διαπιστώσεις και μια μικρή ιδέα για το καλύτερό μας μέλλον.


Από τον GoAS*

Διερωτήθηκα πριν από λίγο καιρό αν έχει νόημα η G700 υπό τις παρούσες συνθήκες και ποιος θα μπορούσε αν είναι ο ρόλος της. Η χώρα διαλύεται οικονομικά και – όπου να ’ναι – κοινωνικά. Για την ακρίβεια, η διάλυση που προηγήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, εμφανίζεται γύρω μας. Δεν έχουμε τα χρήματα να συντηρήσουμε το ωραίο κάλυμμα που τόσα χρόνια τη σκέπαζε.

Όλοι βλέπουν το τέλος της περιβόητης μεταπολίτευσης να έρχεται αναπόφευκτα καταπατώντας κατ’ αρχάς εμάς, τα πρώτα της παιδιά. Δεν πέρασαν τρία χρόνια από την εποχή που ήμασταν η τηλεμόδα όλης της κοινωνίας. Όλοι αγαπούσαν να μας λυπούνται και περάσαμε υπέροχα βράδια συλλογικής αυτολύπησης και ρητορικής δικαίωσης. Γίναμε «η πρώτη προτεραιότητα» για κάποιους πολιτικούς και αν δεν είχε καεί η Αθήνα το Δεκέμβριο του 2008 και δεν κοντεύαμε να χρεωκοπήσουμε ένα χρόνο μετά, ακόμα της μόδας θα ήμασταν. Τώρα πια έχουμε χάσει το θλιβερό μονοπώλιο.

Αυτή η μεταπολίτευση δεν τελειώνει με τίποτε;

Σπαταλήσαμε τα πρώτα χρόνια της παραγωγικής μας ηλικίας κατηγορώντας τις αγωνιστικές γενιές που προηγήθηκαν της δικής μας (1-1-4, πολυτεχνείου, μεταπολιτευτική) για ένα κάρο πράγματα, δικαίως ως επί το πλείστον.

Όντως. Το χρέος της Ελλάδας προς τους δανειστές της και τους προμηθευτές της είναι συνολικά 300 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε ένα ποσοστό 120% επί του ΑΕΠ. Όταν οι γονείς μας ήταν περίπου στην ηλικία μας το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν περίπου 60% του ΑΕΠ. Οι δικές τους επιλογές κι ο τρόπος που (ατομικά και συλλογικά) κατεύθυναν την κοινωνία δεν τους βγήκε εκεί που νόμιζαν. Δανείστηκαν όλο και πιο πολλά και παρήγαγαν αναλογικά πιο λίγα.

Τελικά, λόγω του κοντόθωρου τρόπου τους να αντιμετωπίζουν τα πράγματα, θα λείψουν από μας όσα σ’ εκείνους ήταν αυτονόητα: η σταθερή (και μία δια βίου) εργασία, η σύνταξη στα 60 ή και στα 50, τα κατώτατα εγγυημένα εισοδήματα. Η – δημοκρατικά εγκεκριμένη από αυτούς – πολιτική που ξεκίνησε με τα «δάνεια από το μέλλον» και που το δικό τους (και, κληρονομικά, δικό μας) «ελληνικό όνειρο» χρειάστηκε για να μπορέσει να συντηρηθεί, χτυπάει την πόρτα μας με τη μορφή του δημοσίου και του ιδιωτικού χρέους, του αρνητικού εμπορικού ισοζυγίου, της ανεργίας και των υψηλών επιτοκίων δανεισμού.

Κι όταν εμείς, τα παιδιά των ανθρώπων αυτών που σπατάλησαν μερικά τρισεκατομμύρια δραχμές κι εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ για να μας θρέψουν / μας ντύσουν / μας στείλουν φροντιστήριο / μας στείλουν αγγλικά / μας σπουδάσουν σε άλλη πόλη - χώρα / μας χτίσουν ένα σπίτι πάνω από το δικό τους / μας πάρουν ένα αμάξι, μεγαλώσαμε και, επιτέλους, αποφασίσαμε να πάρουμε κάπως τη ζωή στα χέρια μας, διαπιστώσαμε πως ετοιμαστήκαμε για μια Ελλάδα που υπήρχε μόνο στη φαντασία τους.

Γιατί οι ίδιοι άνθρωποι – παράλληλα – ξόδευαν περίπου τα ίδια ή και περισσότερα για να αυξήσουν υπερβολικά το μισθό τους, να διοριστούν με μέσον στο Δημόσιο, να αποκτήσουν εξοχικό με πισίνα και να χρηματοδοτούν την σχέση τους με τους εκλεγμένους αντιπροσώπους που τους πρόσφεραν τα παραπάνω ατομικά αγαθά – που τα ταμπού τους βάφτισαν «συλλογικά». Η πραγματική Ελλάδα που βρήκαμε είχε ανάγκη από χειρώνακτες εργάτες κι εμείς είχαμε χάσει τόσα χρόνια μαθαίνοντας αγγλικά και κομπιούτερ…

Γκρίνια, γκρίνια, γκρίνια! Και λίγη κλάψα.

Το πρώτο πράγμα που καταλάβαμε ήταν πως ήμασταν αδικημένοι – όπως, δικαιωματικά, όλοι οι Έλληνες από καταβολής νεότερης Ελλάδας. Και ως τέτοιοι αναμασήσαμε κι εμείς τα σλόγκαν των αδικημένων. Από το σχολείο παιδαγωγηθήκαμε στις αξίες και στα «κεκτημένα» των προηγούμενων: την εξασφάλιση, την κατοχύρωση, την εγγύηση… Ήμαστε συντηρητικοί. Σε έναν ταχύτατα αναπτυσσόμενο κόσμο προβάλλαμε τεράστιες αντιστάσεις συμπαριστάμενοι στους δυσπροσάρμοστους γονείς μας. Είμαστε η πρώτη γενιά Ελλήνων που παλεύει συνεχώς ενάντια σε οποιαδήποτε αλλαγή.

Είτε ως εργαζόμενοι σε stage, είτε με μπλοκάκια παροχής υπηρεσιών, επιτυχόντες ή αποτυχόντες του ΑΣΕΠ, ως κληρονομικοί ή εξαναγκασμένοι από την ανεργία επιχειρηματίες δεν κάνουμε τίποτε άλλο σε επίπεδο ιδεών παρά να ανακυκλώνουμε το greek dream του διορισμού, της μονιμότητας και της (κατά προτίμηση χωρίς κούραση) επαγγελματικής στασιμότητας. Μέσα από αυτό είμαστε εχθροί κάθε αξιολόγησης, εχθροί της (ανώνυμου και τρομακτικής) αγοράς και πολέμιοι κάθε καινοτομίας. Είμαστε πρόωροι γέροντες και παρότι διανύουμε την παραγωγικότερη ηλικία της ζωής μας στοχεύουμε περισσότερο στην (όποιας μορφής) κρατική επιδότηση παρά στο – τρομακτικό, σχεδόν – «επιχειρείν».

Εξαρτημένη γενιά

Οι εικοσιπεντάρηδες και τριανταπεντάρηδες σε όλη την Ελλάδα βιώνουμε τη θέση μας στην κοινωνία ως απόλυτα εξαρτημένα μέλη της. Οι νέες ιδέες, η καινοτομία ακόμα και η οικονομική μας εξέλιξη τελεί – ακόμα! – υπό την κηδεμονία της προηγούμενης γενιάς. Και δεν είναι μόνο η παραπάνω εμπειρία της γενιάς εκείνης, ούτε καν το πλεονέκτημα που απέκτησαν εις βάρος μας, καταναλώνοντας πόρους που ανήκαν και σ’ εμάς για δικό τους όφελος.

Η βασικότερη αιτία αυτής της εξάρτησης είναι ο δικός μας φοβικός συντηρητισμός. Η δική μας γενική ατολμία! Τα μεταπτυχιακά μας στόχευαν περισσότερο σε λίγα παραπάνω μοριάκια παρά στην επιστημονική μας καταξίωση. Η μονοδρόμηση των επαγγελματικών μας επιλογών καθορίστηκε από το πού «έχω ένα σπίτι». Αναπληρώσαμε αξιακά την «δημιουργία» (πιο παλιομοδίτικα, την προκοπή) με την «αποκατάσταση» σε όλα τα επίπεδα της ζωής μας (επαγγελματικά, κοινωνικά, προσωπικά). Και, ίσως ως αποτέλεσμα ή αιτία όλων των παραπάνω, η περίφημη «απολιτίκ» στάση μας.

Η δημοκρατία, μάλλον, μας πέφτει κομματάκι δύσκολη…

Δεν μάθαμε ποτέ να κινούμαστε θεσμικά και εντός του πλαισίου που το πολίτευμα επιτρέπει. Νωρίς – νωρίς (μέσα από τη γελοιότητα των 15μελών και της βουλής των εφήβων) απαξιώσαμε τη δημοκρατία. Ο συντηρητισμός μας και η στείρα μίμηση παλαιών μορφών πολιτικής συμμετοχής εξάντλησε την όποια δυναμική μας σε ανοησίες που ξεκίνησαν με τις σχολικές καταλήψεις του ’91 και ολοκληρώθηκαν στην αποχή από τις ευρωεκλογές του ‘09.

Στη διάρκεια αυτών των είκοσι ετών (που σήμαναν και το πέρασμά μας από τον ταπεινό φραπέ των 250 δρχ. στον εκλεπτυσμένο φρεντοτσίνο των 6,00€) δεν κατορθώσαμε να μετέχουμε του σύγχρονου πολιτικού γίγνεσθαι. Μόνη εξαίρεση, οι λίγοι συνομήλικοι μας που κερδίζοντας από τη συμμετοχή τους σε (αρρωστημένους) κομματικούς μηχανισμούς τη δια βίου (;) συμμετοχή τους στην λαϊκής κατανάλωσης μικροδιαφθορά σε θέσεις κρατικής υπαλληλίας. Αυτή μας την αδικαιολόγητη ραθυμία πληρώνει σήμερα η, σχεδόν χρεωκοπημένη, ελληνική κοινωνία.

Και, φυσικά, εμείς οι ίδιοι. Την ίδια στιγμή, η συντηρητική, απολιτίκ, υπερμορφωμένη, κι εξαρτημένη από τους γονείς της, περιβόητη γενιά των 700€, μια γενιά που τελικά μόνο ένα ταμπελάκι με την τιμή της έχει ως σήμερα κατορθώσει να προβάλει ως ταυτότητα και μέγιστο επίτευγμά της, παραμένει το δυναμικότερο κομμάτι της κοινωνίας αυτής. Και το λιγότερο αξιοποιημένο.

Καμιά δουλίτσα και για μας;

Η πορεία της κοινωνίας χρειάζεται ν’ αλλάξει. Ακόμα και η γενιά των πατεράδων μας που χάραξε την καταστροφική αυτή πορεία μέσα από τις πολιτικές και ατομικές της επιλογές, το ίδιο ζητάει. Όλοι εμείς, ο καθένας στο χώρο του, έχουμε τη μεγαλύτερη ανάγκη αυτή η αλλαγή να γίνει άμεσα.

Ενώ διανύουμε την παραγωγικότερη δεκαετία της ζωής μας, παραλαμβάνουμε μια χώρα σε γενική ύφεση. Οικονομική και, κυρίως, κοινωνική. Το κόστος της αλλαγής αυτής είναι, φυσικά, μεγάλο. Αλλά, κι εμείς είμαστε οι πιο μορφωμένοι Έλληνες των τελευταίων αιώνων. Οι μόνοι που μεγαλώσαμε εντός μιας σταθερής δημοκρατίας και με την Ελλάδα μέλος μιας – πλέον – ενωμένης Ευρώπης. Είμαστε οι πρώτοι Έλληνες που ταξιδεύουν σε όλη την Ευρώπη ελεύθερα, χωρίς κανέναν φραγμό. Και, τελικά, είμαστε οι μόνοι που διαθέτουμε τα αποθέματα να πληρώσουμε το κόστος αυτής της αλλαγής.

Διαμαρτυρόμαστε επί χρόνια πως η χώρα μας σπούδασε αλλά δεν έχει τι να μας κάνει. Να η ευκαιρία, λοιπόν. Η δική μας ευκαιρία να φτιάξουμε μια χώρα, όπως τη θέλουμε. Ζούμε, ευτυχώς, σε μια δημοκρατία. Πρέπει να πιέσουμε συλλογικά για μια αλλαγή του μοντέλου της οικονομίας που να ευνοεί τις δημιουργικές δυνάμεις και τους πιο τολμηρούς από εμάς. Και, ασφαλώς, χρειάζεται να προσαρμοστούμε ατομικά σε έναν νέο τρόπο ζωής λιγότερο σπάταλο και λιγότερο ατομικιστικό. Χρειάζεται να συμμετάσχουμε – και, επιτέλους, να καθορίσουμε – τη στρατηγική που θα δώσει στη χώρα τη δυναμική του μέλλοντός της. Δεν έχουμε ιδεολογική ταυτοσημία και δεν χρειάζεται να αποκτήσουμε.

Το μόνο που αρκεί να κάνουμε είναι να συνειδητοποιήσουμε το ρόλο που μας επιφύλαξε η ιστορική αυτή συγκυρία και να κινηθούμε δυναμικά προς αυτόν εγκαταλείποντας την ηττοπαθή νοοτροπία μας, την γεμάτη ανευθυνότητα, γκρίνια και εθνικό παράπονο. Σε μια ελληνική κοινωνία που κλαίει τα «κεκτημένα» της, η δική μας δουλειά είναι να δώσουμε αυτό που λείπει για να έχει νόημα οποιαδήποτε συνέχεια της κοινωνίας αυτής: όραμα.

Οράματα και θάματα…

Όλοι οι αναλυτές και οι ειδικοί μιλούν για μια μακροχρόνια επίπονη διαδικασία. Και, όπως όλοι οι πόλεμοι, αυτή η μακρά διαδικασία χρειάζεται και υποχωρήσεις. Το αντιπαράδειγμα της προηγούμενης γενιάς που γαντζώνεται από τα παράλογα κεκτημένα της – εις βάρος ακόμα και των λογικών – θα πρέπει να είναι συνεχώς, ο οδηγός μας.

Η γενιά των πατεράδων μας αντιλαμβάνεται κάθε υποχώρηση ως ήττα. Λογικό. Είναι, άλλωστε, εκπαιδευμένη σε «στημένους» κοινωνικούς – πολιτικούς – συνδικαλιστικούς αγώνες, χρηματοδοτούμενους από την επίπλαστη αφθονία αγαθών που τα ευρωπαϊκά πακέτα, τα φθηνά δανεικά και οι διεφθαρμένοι εκλεγμένοι αντιπρόσωποι τους εξασφάλιζαν.

Το σύστημα πριμοδότησε τον ανικανότερο, τον λιγότερο εργατικό και λιγότερο δημιουργικό Έλληνα. Όλοι, λοιπόν, ακολούθησαν το πρότυπο για να σωθούν. Το αρματολίκι των προηγούμενων δεκαετιών βασίστηκε στην ικανότητα της – εκλεγμένης από μας! – εξουσίας να πληρώνει τα λύτρα της κοινωνικής αιχμαλωσίας με ακριβά (ή φθηνά) δανεικά στέλνοντας το λογαριασμό σε μας, είκοσι χρόνια μετά.

Η δική μας γενιά πρέπει να ετοιμάσει την αντεπίθεσή της η οποία δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να γίνει τώρα. Ο στόχος μας πρέπει να είναι μια κοινωνία πιο συνεκτική, πιο πλούσια και με κατακτημένη την ελευθερία όλων των μελών της. Τέτοιοι στόχοι δεν κατακτώνται με μάχες γοήτρου και επετειακές συνθηματολογίες. Εμείς, παρότι είμαστε οι παραγωγικότεροι και πιο σκληρά εργαζόμενοι Έλληνες δεν εκπροσωπούμαστε επαρκώς ούτε στα συνδικαλιστικά όργανα (που πλέον, λειτουργούν ως κομματικά τσικό) ούτε στο κοινοβούλιο. Η όποια κοινή μας δράση σκοντάφτει στο εξαντλητικά πλήρες μας ωράριο εργασίας και στην ατομιστική θεώρηση της ζωής μας: ζούμε στον κόσμο μας…

Ωραίο το μοντέλο ζωής σου αλλά, ακριβό…

Η κοινωνία μας διαλύεται γιατί σπαταλώνται οι πόροι που θα την κρατήσουν συνεκτική. Οι ίδιες μας οι ζωές βασίζονται στη σπατάλη. Το όνειρο της αυτάρκους ατομικότητας απαιτεί πόρους που, τελικά, δεν διαθέτουμε. Ο καθένας θέλει να αποκτήσει τα υλικά και άυλα μέσα της ατομικής του ευτυχίας. Ζούμε σε μια εξίσωση ένα προς ένα που δεν έχει τον τρόπο να συντηρηθεί παρά μόνο μέσω του χρέους. Ένας άνθρωπος = ένα δικό του σπίτι + ένα δικό του αυτοκίνητο + μια δική του δουλειά.

Χρειαζόμαστε μια βαθιά αλλαγή, την επινόηση μιας νέας συλλογικότητας. Η γενιά μας θα αναγκαστεί να περάσει μερικά χρόνια χωρίς αφθονία αγαθών. Αυτά τα χρόνια ας τα δούμε σαν ένα «μεταπτυχιακό» στη λιτή ζωή. Ήδη, προσαρμοζόμαστε. Πολλοί θα συγκατοικήσουν ή θα μοιραστούν το αυτοκίνητό τους. Θα αναγκαστούμε – με λύπη στην αρχή, είναι σίγουρο – να γίνουμε λιγότερο εγωιστές.

Την ίδια στιγμή πρέπει να σπάσουμε τους δεσμούς εξάρτησης (πολιτικά, κοινωνικά, προσωπικά) από την προηγούμενη γενιά. Ας μην ακολουθήσουμε τον δικό τους αδιέξοδο δρόμο των στενά οικονομικών και συντεχνιακών διεκδικήσεων. Το θέμα δεν είναι να ξαναμοιράσουμε μεταξύ μας τους λίγους πόρους. Είναι να δημιουργήσουμε καινούργιους αξιοποιώντας τα ταλέντα, τα πλεονεκτήματα και την – τόσο ακριβή για την κοινωνία – μόρφωσή μας. Μάθαμε να ζητάμε δουλειές αντίστοιχες των (μερικές φορές υπερτιμημένων) προσόντων μας. Ας μην τις ζητάμε άλλο: ας τις δημιουργήσουμε!

Ήδη, κάποιοι από μας που έχουν καινοτόμο πνεύμα και όρεξη για κάτι παραπάνω από έναν διορισμό αφήνουν τη χώρα για καλύτερους προορισμούς, πιο φιλικούς σε αυτές τις ιδιότητες, πιθανώς γιατί ένας (κάποιες φορές) συνομήλικός τους υπάλληλος της ΔΟΥ ή του ΙΚΑ – εγκλωβισμένος κι αυτός σε ένα βουνό κακογραμμένων εγκυκλίων και αποσπασματικών νόμων – δεν μπορεί να τους διευκολύνει στην έναρξη ενός νέου επαγγέλματος ή μιας νέας δραστηριότητας. Εταιρείες Ελλήνων ανοίγουν στη Μεγάλη Βρετανία αποδίδοντας το VAT (ΦΠΑ) τους για τη βελτίωση των αγγλικών νοσοκομείων…

Σ’ εκείνα – πολλές φορές – εργάζονται γιατροί που σπούδασαν σε πανεπιστήμια που χρηματοδότησαν οι φορολογικές εισφορές αγροτών που πεθαίνουν αβοήθητοι από την απουσία γιατρών στην επαρχία… Ο κύκλος ολοκληρώνεται όταν για να επιβιώσει το άρρωστο αυτό μοντέλο μειώνεται ο μισθός και αυξάνονται τα όρια συνταξιοδότησης του παραπάνω υπαλλήλου. Το παράδειγμα δεν είναι φανταστικό. Αποτυπώνει τον τρόπο λειτουργίας ενός συστήματος που, πώς να το κάνουμε, ζει από το αίμα μας και χρειάζεται να ανατραπεί.

Αυτό δεν απαιτεί κατ’ ανάγκη νέους Δεκέμβρηδες και επικά αιματοκυλίσματα. Θέλει μια αποσύνδεση από στείρα ιδεολογήματα άλλων καιρών που έχουν τόσο μεγάλη απήχηση μεταξύ μας. Η εργασία δεν είναι μισθωτή σκλαβιά. Δεν είναι η τιμωρία μας για την απώλεια της προπατορικής Εδέμ. Η εργασία είναι μέσο χειραφέτησης, τρόπος δημιουργίας και προϋπόθεση της ελευθερίας. Μερικοί μήνες στην ανεργία χρειάζονται και το μαθαίνει κανείς εύκολα. Οι περισσότεροι άνθρωποι της γενιάς μας το ξέρουν όσο κανείς δεν μπορεί να φανταστεί.

Θέλει μια νέα συμφωνία μεταξύ μας. Η δική μας γενιά είναι αυτή που πρέπει να βάλει αυτό το θέμα στο δημόσιο διάλογο. Χρειάζεται μια πιο έμπρακτη αλληλεγγύη μεταξύ μας που θα βασίζεται και στην εκχώρηση πραγμάτων που μάθαμε να θεωρούμε αυτονόητα. Η ακριβή μας ιδιωτική ευτυχία δεν μπορεί, πλέον, να συντηρηθεί παρά μόνο με την εκχώρηση ενός αγαθού σημαντικότερου από την ευημερία: της ελευθερίας.

Ο υλικός ευδαιμονισμός και η οικονομία της κατανάλωσης που μας κατακυρίευσε, έκανε το κόστος της ζωής μας δυσθεώρητο για μας τους ίδιους και για να μην χαθεί εντελώς ζητά μια νέα επαναδιαπραγμάτευση. Γιατί, τελικά, η γενιά μας έκανε – ασυνείδητα, μάλλον – μια πολύ σοβαρή παραχώρηση την οποία πρέπει να ξανασκεφτεί: εξαργύρωσε την ελευθερία της.

Η δική μας υποχρέωση είναι να αφήσουμε την γκρίνια και να δημιουργήσουμε οι ίδιοι τη χώρα που πιστεύουμε ότι μας αξίζει. Με δικό μας κόστος οικονομικό, εργασιακό και προσωπικό. Έχουμε κι εμείς – οι αγαπημένοι «αδικημένοι» του συστήματος – τις ευθύνες μας για αυτό. Θα τις πάρουμε στα χέρια μας ή θα αφήσουμε τον μπαμπά και τη μαμά να τις διαχειριστούν ξανά;

*O GoAs είναι blogger και μέλος της G700.

Wednesday, April 14, 2010

Απ' το σκουπιδαριό στην ανάπτυξη

Μία από τις πιο προσφιλείς συζητήσεις των απανταχού ανά την Ελλάδα δημοσιολογούντων είναι η αναζήτηση των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της ελληνικής οικονομίας. Πλεονεκτήματα που, σύμφωνα με την πλέον προσφιλή υποθεση εργασίας, αν τα ανακαλύψουμε και τα αναδείξουμε, θα πάρει μπρος η για χρόνια υποτονική παραγωγική διαδικασία και μαζί της η ποιοτική ανάπτυξη. Αυτή δηλαδή που δημιουργεί πολλές και καλές θέσεις εργασίας και ενσωματώνει υψηλές τεχνολογίες. Υπ' αυτό το πρίσμα πολλοί οραματίζοναι την Ελλάδα ως "επικράτεια παιδείας και πολιτισμού", την Ελλάδα technology incubator, την Ελλάδα χώρα ποιοτικού τουρισμού, την Ελλάδα χρηματοοικονομικό ή διαμετακομιστικό κέντρο του διεθνούς εμπορίου και πολλά άλλα.

Καλά όλα αυτά, όμως μην ξεχνάμε ότι πριν πάμε στην υλοποίηση μεγαλεπίβολων οραμάτων πρέπει να κάνουμε τα απλά, πλην όμως διόλου αυτονόητα. Υπάρχουν τομείς αξίας δισεκατομυρίων ευρώ, όπου δεν έχουμε συγκλίνει ακόμα στοιχειωδώς με τα τεκταινόμενα στην υπόλοιπη Ευρώπη.  

Χαρακτηρισικό τέτοιο παράδειγμα είναι η διαχείριση απορριμάτων. Η βόρεια Ευρώπη ανακυκλώνει και κυρίως καίει αξιοποιώντας ειδικά εργοστάσια καύσης. Η ανατολική Ευρώπη και... η Ελλάδα θάβει τα σκουπίδια σε χωματερές -και μάλιστα παράνομες. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, το 77% των οικιακών απορριμμάτων στη χώρα μας καταλήγουν σε ΧΥΤΑ, τη στιγμή που το αντίστοιχο ποσοστό στη Γαλλία είναι 36%, στο Βέλγιο 5% και στη Γερμανία μόλις 1%! Σημειωτέον ότι μόλις 2% των σκυπιδιών κομποστοποιείται, ενώ η μέθοδος της καύσης των απορριμμάτων δεν χρησιμοποιείται στη χώρα μας. Ακόμα και το υψηλό 21% που ανακυκλώνεται αμφισβητείται ως ποσοστό από το ίδιο το ελληνικό κράτος.

Ταυτόχρονα, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα ένα βήμα πριν από την επιβολή προστίμου για το θέμα των αποβλήτων και των ανεξέλεγκτων χωματερών. Ειδικοί εκτιμούν ότι η χώρα μας μπορεί να κληθεί να καταβάλει ως και 35.000 ευρώ ημερησίως για κάθε χωματερή που παραμένει ανοιχτή. Τραγική εξέλιξη αν αναλογιστεί κανείς ότι εν μέσω κρίσης κάθε ευρώ που χάνεται μετράει.

Όταν το περιαστικό δάσος μετατρέπεται σε χωματερή


Δυστυχώς, στο θέμα της διαχείρισης απορριμάτων είμαστε για κλάματα. Τα σκουπίδια μυρίζουν χρυσάφι, καθώς η διαχείρισή τους αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες "μπίζνες" παγκοσμίως και στην Ελλάδα δεν έχει ανοίξει ακόμα. Mόνο στην Aττική, τα προς διαχείριση μεγέθη απορριμμάτων που οδηγούνται προς τελική διάθεση στο ΧΥΤΑ της Φυλής είναι της τάξης των 2.300.000 τόνων ετησίως. Πανελλαδικά, σύμφωνα με στοιχεία της eurostat στον κάθε Έλληνα αναλογούν περί τα 500 κιλά σκουπιδιών ετησίως. Υπ' αυτό το πρίσμα εκτιμάται ότι στην ευρύτερη αυτή "αγορά" κρύβονται projects που αξίζουν πάνω από 1 δισ. ευρώ.

Εάν, δε, βάλουμε στο κάδρο και τα στερεά απόβλητα, όπου η Ελλάδα έχει καθυστερήσει σημαντικά να αναπτύξει σύγχρονες υποδομές, υπολογίζεται ότι έως το 2015 θα απαιτηθούν επενδύσεις 2,25 δις ευρώ προκειμένου να δημιουργηθούν οι απαιτούμενες υποδομές, ενώ εκτιμάται ότι το μέγεθος του αναμενόμενου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης αγοράς θα φτάνει τα 500 εκ. ευρώ σε ετήσια βάση.

Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι στη διαχείριση απορριμάτων χρησιμοποιούνται σημαντικές τεχνολογίες, από την κομποστοποίηση, μέχρι την καύση και την πυρόλυση που παράγουν και σημαντικά υποπροϊόντα, από λίπασμα μέχρι ρεύμα.

Πραγματικά, είναι να τρελαίνεσαι. Από τη μία, στην Ευρώπη, συναντάει κανείς εταιρείες κολλοσούς στη διαχείριση υδάτινων πόρων και απορριμάτων όπως η γαλλική veolia με 300 χιλιάδες εργαζόμενους παγκοσμίως, από την άλλη, στην Ελλάδα, μιλάμε ακόμα για τα αυτονόητα. Που για να τα πετύχουμε πρέπει να παλέψουμε με τον κάθε τοπικό παραγοντίσκο που δε θέλει στην αυλή του να υπάρχει ΧΥΤΑ, την άγνοια των πολιτών, την ανεκδιήγητη ελληνική γραφειοκρατία που κινείται σε ρυθμούς χελώνας και την μυωπία της πλειοψηφίας των πολιτικών που δε βλέπουν πέρα από το βραχυπρόθεσμο πολιτικό όφελος.

Παλεύουμε έτσι με νύχια και με δόντια, όμως μάταια, να περάσουμε από την εποχή του μολυβιού στην εποχή της γραφομηχανής, όταν όλοι χρησιμοποιούν πλέον μικρουπολογιστές με διπλοπύρηνο επεξεργαστή.

Για το καλό όλων, την οικολογική ισορροπία και ειδικά τη βελτίωση των εργασιακών προοπτικών της γενιάς των 700 ευρώ και όχι μόνο, είναι ανάγκη να διευθετηθούν το συντομότερο δυνατόν εκκρεμότητες όπως αυτή της διαχείρισης σκουπιδιών στη χώρα. Η διαχείριση απορριμάτων πέρα από μείζον περιβαλλοντικό ζήτημα, αποτελεί βασικό πυλώνα της όποιας απόπειρας για οικολογική αναδιάρθρωση της οικονομίας μας. Απ' το σκουπιδαριό στην ανάπτυξη.
 
 

 

Monday, April 12, 2010

Ανάσα όχι ανάσταση

Επιτέλους μερικά πραγματικά καλά νέα. Δύο από τα πιο σημαντικά μέτωπα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Ελλάδα τέθηκαν προσωρινά υπό έλεγχο. Καταρχάς, στο μέτωπο της ασφάλειας χτυπήθηκε ο πυρήνας της τρομοκρατικής οργάνωσης Επαναστικός Αγώνας με τη σύλληψη έξι βασικών στελεχών του. Δεύτερον, στο μέτωπο του δημόσιου δανεισμού το πακέτο στήριξης - νεροπίστολο που μας έδωσε πριν από δύο βδομάδες η ΕΕ, για να προστατευτούμε από τις επιθέσεις των διεθνών αγορών, μετατράπηκε τελικά σε γεμάτο πιστόλι.

Η απόφαση του Eurogroup την Κυριακή προβλέπει να διατεθούν στη χώρα μας συνολικά 30 δισ. ευρώ, υπό τη μορφή διμερών δανείων με επιτόκιο 5% και κάτω. Σύμφωνα με το σχέδιο, προβλέπεται επιπλέον συμμετοχή του ΔΝΤ με δάνειο ύψους 13 - 15 δισ. ευρώ και επιτόκιο κοντά στο 2,85%. Τέλος, για τα επόμενα δύο χρόνια, ανάλογα με τις εξελίξεις, ενδέχεται να διατεθούν και νέα δάνεια ύψους μέχρι 80 δις ευρώ. Υπό το άκουσμα του πακέτου στήριξης, το spread στο 10ετές ομόλογο υποχώρησε μέχρι τις 322 μονάδες, από 409 την Παρασκευή, ενώ πτώση ρεκόρ σημείωσε και το ασφάλιτρο κινδύνου (CDS).

Ανάσταση; Όχι βέβαια. Μεγάλη όμως ανάσα.

Τη στιγμή που ήμαστε στριμωγμένοι στη γωνία, λίγο πριν μας ρίξουν στο καναβάτσο, καταφέραμε να σταθούμε όρθιοι και μάλιστα να αντεπιτεθούμε κιόλα. 40% μειώθηκε το έλλειμμα του πρώτου τριμήνου του 2010 σε σχέση με το αντίστοιχο του 2009 σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του Υπουργείου Οικονομίας. Πιάστηκαν και μια χούφτα τρομοκράτες. Μέσα σ' ένα τριήμερο η χώρα στέλνει το μήνυμα της σταθερής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Ένα μήνυμα ασφάλειας προς όλες τις κατευθύνσεις.

Φυσικά, η συζήτηση γιατί μέχρι σήμερα δεν υπήρξαν αποτελέσματα σε ασφάλεια και οικονομία, όταν όλοι γνώριζαν μέσες άκρες το πρόβλημα, ή γιατί δαμάστηκαν ξάφνου οι αγορές από τη μία μέρα στην άλλη -αν δαμάστηκαν θα δείξει- είναι τεράστια. Τώρα, όμως, όσο ποτέ άλλοτε χρειάζεται ψυχραιμία και σοβαρότητα. Δεν είναι καιρός για πανηγύρια, φιέστες και μεγαλοστομίες, ούτε όμως και για την ηττοπάθεια, τη μιζέρια και την απαισιοδοξία που κυριάρχισε σε όλα τα μήκη κρυαι τα πλάτη του κοινωνικού φάσματος την περασμένη κυρίως βδομάδα. Πρέπει να χαλιναγωγήσουμε τα ζωώδη ενστικτά μας, να απαλλαγούμε από ιδεολογήματα και να επιτρέψουμε να πρυτανεύσει η ψυχρή στρατηγική ματιά στα πράγματα.

Μένουν ακόμα πολλές μάχες να κερδηθούν. Στο μεν μέτωπο της τρομοκρατίας υπάρχουν ακόμα εκκρεμότητες, στο δε μέτωπο της οικονομίας ακόμα δεν έχει ανοίξει το κεφάλαιο διαρθρωτικές αλλαγές. Εκεί άλλωστε κρίνονται τα πάντα, από τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών μέχρι το αν η γενιά των 700 ευρώ έχει μέλλον ή θα θυσιαστεί άσκοπα. Για παράδειγμα το ασφαλιστικό πρέπει τάχιστα να πάρει σάρκα και οστά με τη μορφή ενός εφαρμόσιμου νόμου, από απλό πόρισμα κάποιας επιτροπής που είναι αυτή τη στιγμή. Ακόμα και το φορολογικό, το οποίο αποτελεί μείζονα διαρθρωτική αλλαγή, θα ναυαγήσει στις ξέρες της χαλαρότητας του δημοσίου, αν δεν κινητοποιηθεί έγκαιρα και δεν αλλάξει νοοτροπία ο μηχανισμός και το άνθρωπινο δυναμικό που τον απαρτίζει. Ένα είναι βέβαιο. Απαιτούνται αλλαγές παντού. Με μεθοδικότητα και ηρεμία, χωρίς φανφάρες και άσκοπες τυμπανοκρουσίες. Η κυβέρνηση πρέπει να δουλέψει και ας αφήσει στο τέλος να μιλήσει το αποτέλεσμα.

Sunday, April 11, 2010

Η δεύτερη μεταπολίτευση είναι σήμερα δυνατή

Του Νικου Κ. Αλιβιζατου*
Καθημερινή, 11-4-2010

Ο όρος προϋπήρχε, αλλά η χρήση του καθιερώθηκε σχετικά πρόσφατα. Με τη λέξη μεταπολίτευση εννοούμε τη μεταβολή, όχι απλώς του πολιτεύματος, αλλά και του τρόπου διακυβέρνησης μιας χώρας.

Η αλλαγή του 1974 ήταν μεταπολίτευση γιατί, πέρα απ' την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, σήμανε και το «άνοιγμα» του πολιτικού συστήματος σε όσους επί δεκαετίες ήταν αποκλεισμένοι από αυτό, εξαιτίας όχι μόνο των πράξεων, αλλά και των ιδεών τους. Ο κοινοβουλευτισμός θα μπορούσε πλέον να λειτουργήσει χωρίς κηδεμόνες και η εκάστοτε πλειοψηφία να κυβερνά, χωρίς όπως άλλοτε να χρειάζεται να υποβάλλει διαπιστευτήρια νομιμοφροσύνης.

Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το 1974 (το 1981 για τους πιο δύσπιστους) χαιρετίσθηκε ως η αφετηρία μιας καινούργιας περιόδου στη νεότερη ιστορία μας. Βασικό χαρακτηριστικό της; Η δημοκρατική ισοπολιτεία, αφού δεν χρειαζόταν πλέον να κρύψει κανείς τις απόψεις του για να μετάσχει στα κοινά. Επιτέλους, έπειτα από πάρα πολλά χρόνια, το Σύνταγμα ίσχυε για όλους.

Εκτοτε, πολλοί μίλησαν για «τέλος της μεταπολίτευσης». Ετσι τουλάχιστον ονόμασαν ορισμένοι την αργή απόσυρση της γενιάς των ιδρυτών της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Αλλοι πάλι χαρακτήρισαν «δεύτερη μεταπολίτευση» τον μαρασμό των ιδεολογιών και την επικράτηση μιας ρεαλιστικότερης αντίληψης της πολιτικής, με την άνοδο του Κ. Σημίτη και των «εκσυγχρονιστών» του.

Η τελευταία διακυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας δικαίωσε όσους δυσπιστούσαν μπροστά σε τέτοιου είδους απλοποιήσεις: το Σύνταγμα ασφαλώς και ίσχυε για όλους, και τα φαντάσματα των παλιών διχασμών δεν ξαναζωντάνεψαν. Εν τούτοις, παρά την ένταξή μας στην Ενωμένη Ευρώπη, την εντυπωσιακή αύξηση του εθνικού εισοδήματος το 1990-2000 και τη συνακόλουθη άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων, η χώρα παρέμενε εγκλωβισμένη σε αυτό που ο Ν. Μουζέλης καταγγέλλει εδώ και χρόνια ως «κομματοκρατία»: την πρόταξη δηλαδή του κομματικού και του συντεχνιακού συμφέροντος έναντι του γενικού, σε μια πελατειακή αντίληψη της πολιτικής, η οποία θεωρεί τη διαφάνεια πολυτέλεια και την τήρηση των νόμων υποχρέωση μόνον των κορόϊδων και των αφελών.

Η διάχυτη διαφθορά και το βαθύ χάσμα ανάμεσα στην επιφανειακή ισοπολιτεία και την ουσιαστική ανομία είναι, όπως πιστεύω, το βαθύτερο χαρακτηριστικό της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας, εκείνο που της προσέδωσε το διπλό πρόσωπό της: ένα ευρωπαϊκό λούστρο (με πραγματικά επιτεύγματα σε ορισμένα πεδία), και μια βαλκάνια ουσία, την οποία πολιτικοί, μέσα ενημέρωσης και διανοούμενοι προσπαθούμε πάση θυσία να αποκρύψουμε. Οχι μόνο γιατί ντρεπόμαστε γι' αυτήν, αλλά διότι, σε τελευταία ανάλυση, η ύπαρξή της κάπου μάς βολεύει. Το διπλό αυτό πρόσωπο της δημοκρατίας μας είναι αυτό που οδήγησε στη σημερινή κατάντια.

Για πρώτη φορά μετά το 1974, η περίοδος που διανύουμε θέτει επί τάπητος το χάσμα αυτό ανάμεσα στην επιφάνεια και την ουσία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ανάμεσα στους κανόνες που θεσπίζονται και τις πρακτικές που τους υπονομεύουν. Και τούτο όχι μόνον σε έναν κύκλο σκεπτομένων, αλλά και σε ευρύτερα στρώματα που, για πρώτη φορά συνειδητοποιούν σε τέτοια έκταση ότι το φακελάκι, οι στημένοι διαγωνισμοί, η συνδιοίκηση με τους συνδικαλιστές, ο αποκλεισμός των εθνικών οδών και οι κάθε είδους καταλήψεις έχουν σε τελευταία ανάλυση ένα και το αυτό κοινό χαρακτηριστικό: περιφρονούν τους κανόνες του παιχνιδιού, για στενό προσωπικό όφελος.

Τον κλονισμό αυτόν μιας από τις βαθύτερα ριζωμένες αντιλήψεις της μεταπολιτευτικής μας δημοκρατίας τον προκάλεσε ασφαλώς το σοκ της οικονομικής κρίσης. Ετσι, δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, για πρώτη φορά, ο υπουργός που διορίζει παράνομα, που χαρακτηρίζει ένα ακόμη επάγγελμα «επικίνδυνο και ανθυγιεινό» ή που ενδίδει αμαχητί στην πρώτη απεργία, κινδυνεύει σήμερα να χαρακτηριστεί φαιδρός και να μην επανεκλεγεί. Το ίδιο και ο συνδικαλιστής που ενθαρρύνει κάθε μορφή αγώνα των υποστηρικτών του. Οσο για τον καταληψία χωρίς αιτία, μόνον τυφλοί και φανατισμένοι δεν αντιλαμβάνονται ότι έχει πλέον απομονωθεί.

Να πρόκειται άραγε για μια «βίαιη» συνειδητοποίηση της αμείλικτης λογικής των αριθμών;

Να φταίει το δέος που προκαλεί το χρέος, τα ελλείμματα, τα επιτόκια και τα spreads;

Οχι μόνο. Φρονώ ότι η αλλαγή αυτή στις επικρατούσες νοοτροπίες οφείλεται επιπλέον και σε έναν παράγοντα που η Αριστερά προπάντων αρνείται αδικαιολόγητα να μελετήσει: τη διεύρυνση του λεγόμενου «μεσαίου» χώρου. Ο χώρος αυτός στον τόπο μας έχει πλέον συνειδητοποιήσει ότι ζει πάνω από τις δυνάμεις του και είναι, όπως πιστεύω, διατεθειμένος να κάνει θυσίες για να περισώσει αυτά που θεωρεί μείζονες κατακτήσεις. Στον χώρο αυτόν πρέπει προπάντων να στηριχθεί μια μεταρρυθμιστική στρατηγική.

Απομένουν βέβαια τα πραγματικά θύματα της οικονομικής κρίσης, όσοι δηλαδή υποφέρουν στο πετσί τους από τα εξαγγελθέντα μέτρα. Χαμηλοσυνταξιούχοι, κακοπληρωμένοι μισθωτοί και προπάντων νέοι που αντιμετωπίζουν το φάσμα της ανεργίας, όλοι αυτοί χωρίς άλλο θα ξεσηκωθούν αν οι πολιτικές που ακολουθούνται τους ξεχάσουν και παραβλέψουν τη δύσκολη θέση τους.

Εχω ωστόσο την εντύπωση ότι και αυτοί -παρά τις ανεύθυνες εκκλήσεις των κάθε είδους λαϊκιστών- προτιμούν σήμερα, αντί των μέτρων βραχυπρόθεσμης απόδοσης, λύσεις λιγότερο εντυπωσιακές που θα είναι όμως μακροπρόθεσμης προοπτικής. Αρκεί να είναι σοβαρές και όσοι τις εισηγούνται να πείθουν όχι μόνο για την αποφασιστικότητα, αλλά και για την εντιμότητά τους.

Η ανοχή που η σημερινή κυβέρνηση εξακολουθεί να απολαμβάνει φανερώνει καλύτερα από κάθε άλλο δείκτη την ευρύτατη συνειδητοποίηση των αδιεξόδων της μεταπολιτευτικής μας διπλοπροσωπίας. Κυρίαρχος στο κόμμα του, και με μια μείζονα αντιπολίτευση που προς το παρόν συμπεριφέρεται πιο υπεύθυνα απ' ό, τι στο παρελθόν, ο κ. Γ. Παπανδρέου μπορεί σήμερα να προχωρήσει εκεί που ο κ. Σημίτης ήταν καταδικασμένος να ανατραπεί.

Το δράμα του σημερινού πρωθυπουργού είναι ότι, για να πετύχει, θα πρέπει να εγκαταλείψει οριστικά τη διγλωσσία πάνω στην οποία το κόμμα του κατά καιρούς στηρίχθηκε τόσο πολύ για να κυβερνήσει, κρύβοντας τα πραγματικά προβλήματα κάτω από το χαλί.

Αν ο κ. Παπανδρέου αντιληφθεί ότι, πέρα από το ΠΑΣΟΚ και τα άλλα κόμματα, η λογική της διπλοπροσωπίας διαπότισε και ολόκληρο το κοινωνικό σώμα και ότι αυτή ήταν η λογική που καθόρισε το χρεοκοπημένο πρότυπο διακυβέρνησης, τότε είναι πιθανόν η ιστορία να μην τον θεωρήσει απλώς ως έναν ακόμη μεταρρυθμιστή: ενδέχεται να τον καταγράψει ως τον πολιτικό που προκάλεσε τη δεύτερη μεταπολίτευση.

* Ο κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτος είναι καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Thursday, April 8, 2010

Ζωώδη ένστικτα

«Οι ανησυχίες για την Ελλάδα στοιχειώνουν τις αγορές»

«Φήμες εκτινάσσουν τα spread»

«Δύσκολος ο δανεισμός σε δολάρια»

«Έντονη ανησυχία για το κόστος δανεισμού του δημοσίου»

Διαβάζοντας τους παραπάνω τίτλους των εφημερίδων, τίτλοι που αναπαράγονται σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά μέσα τις τελευταίες δύο μέρες, εύκολα σε πιάνει απελπισία και πανικός. Έχεις την αίσθηση ότι βουλιάζουμε. Ότι είμαστε επιβάτες σ’ ένα ταξίδι χωρίς επιστροφή. Ωιμέ! Το είπε άλλωστε κι ο ίδιος ο Υπουργός Οικονομικών πριν από ένα περίπου μήνα. Η οικονομία μας μοιάζει με τον Τιτανικό λίγο πριν συγκρουστεί με το παγόβουνο.

Τι συμβαίνει; Κατά τη γνώμη μας αυτό που οι Αμερικανοί οικονομολόγοι, George Akerlof και Peter Schiller περιγράφουν ως «Ζωώδη Ένστικτα» στο ομώνυμο βιβλίο τους (Animal Spirits). Έχει ξυπνήσει μέσα μας το άλλογο, το θυμικό και η ανορθολογική αντιμετώπιση της κρίσης. Όντας ανυπόμονοι και μην μπορώντας να κατανοήσουμε τη δυναμική των οικονομικών βαρών που συσσωρεύτηκαν εδώ και χρόνια, έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη και την ψυχραιμία μας κι έχουμε επιτρέψει να μας δηλητηριάσει ένας διάχυτος πεσιμισμός.

Πανηγυρίζουμε με μια μικρή ανάσα. Βλέπε το ευρωπαϊκό πακέτο στήριξης. Με την πρώτη στραβή μας πιάνει η μαύρη απαισιοδοξία. Βλέπε την αναταραχή που προκάλεσαν οι (υπαρκτές ή ανύπαρκτες) δηλώσεις κυβερνητικού στελέχους στο Market News International για επιθυμία της Αθήνας να επαναδιαπραγματευτεί τη συμφωνία στήριξης ΕΕ-ΔΝΤ.

Πρέπει πάση θυσία να διατηρήσουμε την ψυχραιμία μας.

Η χώρα αντιμετωπίζει ένα τεράστιο αντικειμενικό πρόβλημα. Η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί ένα μεγάλο δημόσιο χρέος σε συνθήκες υψηλών επιτοκίων δανεισμού, ύφεσης, χαμηλής ανταγωνιστικότητας και χαλαρής έως ανύπαρκτης διάθεσης από πλευράς ευρωπαίων εταίρων για ουσιαστική οικονομική στήριξη.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν πρέπει να επιτρέψουμε στα ζωώδη ένστικτα του πεσιμισμού, του τρόμου και της κακής ψυχολογίας να κυριαρχήσουν. Πρέπει γι’ αυτό, πρώτη απ’ όλους η κυβέρνηση, να πάψει να μιλάει από εδώ κι από εκεί, να σταματήσει την ανούσια βεντέτα που έχει ανοίξει με τους διεθνείς «κερδοσκόπους», ν’ αλλάξει την ατζέντα της δημόσιας συζήτησης και από τα δανεικά να μιλήσει επιτέλους για τα αναπτυξιακά.

Αυτό σημαίνει ευλαβική προσήλωση στο βασικό στόχο. Την προώθηση διαρθρωτικών αλλαγών που τόσο έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία. Την αλλαγή του ασφαλιστικού σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα, το άνοιγμα των κλειστών επαγγελμάτων, τη μεταρρύθμιση του συστήματος υγείας (αλήθεια αυτή η Μαριλίζα που είναι εξαφανισμένη;), την αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα και τη δραστική μείωση της γραφειοκρατίας, την αποδέσμευση των κονδυλίων του ΕΣΠΑ και του Αναπτυξιακού Νόμου για επενδύσεις.

Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έπραξε τα εύκολα. Έκοψε τη μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, έβαλε πλαφόν στη μηνιαία εκτέλεση του προϋπολογισμού των Υπουργείων και μάζεψε έσοδα από έκτακτους φόρους σε επιχειρήσεις, έχοντες και νοικοκυριά. Άλλαξε φυσικά και το φορολογικό προς την κατεύθυνση ενός δικαιότερου συστήματος, γεγονός που αποτελεί μείζονα διαρθρωτική αλλαγή.

Τα δύσκολα όμως έπονται. Ειδικά το να αποκαταστήσει η κυβέρνηση τη συλλογική ψυχραιμία, πόσο μάλλον να βάλει τα ζωώδη ένστικτα να δουλέψουν υπέρ της οικονομίας, δημιουργώντας ξανά κεφάλαιο αξιοπιστίας και εμπιστοσύνης είναι μια εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση. Δεν είναι όμως ακατόρθωτη. Αρκεί ν’ ανεβάσει ταχύτητα εκεί που πρέπει.

Tuesday, April 6, 2010

Debtor States

By James Surowiecki*
The New Yorker, 12-4-2010

Another year, another crisis. If we spent last year worried that big banks were going to fail, the fear of the moment is that entire governments may go under. The anxieties about “sovereign debt” have been most acute in Europe, where the infelicitously named PIIGS countries—Portugal, Ireland, Italy, Greece, and Spain—have huge debt burdens, and where Greece in particular is in dire need of assistance. (It owes four hundred billion dollars, against an annual G.D.P. of around three hundred and forty billion and shrinking.) And now people are wondering if American state governments are headed for their own Greek tragedy. Last week, the Times suggested that the states could be plunged into a debt crisis, and the Wall Street Journal asked, “Who Will Default First: Greece or California?”

It’s not an outlandish question. Besides great climates and lovely beaches, California and Greece share a fondness for dysfunctional politics and feckless budgeting. While American states are typically required to balance their budgets annually, that hasn’t stopped them from amassing a pile of long-term debt by issuing municipal bonds. And, like Greece and other E.U. countries, states have used accounting legerdemain to under-report the amount they owe, even while accumulating huge, unfunded pension obligations. Just as a default by Greece (whose bonds are held by many big European banks) would have nasty ripple effects across the European economy, a state-government default would have all sorts of unpleasant consequences, as state bonds have traditionally been considered a thoroughly safe investment.

For all this, though, the comparison has been overblown. Our states’ debt burden, while sizable, is far more manageable than that of the PIIGS, which owe three times as much relative to G.D.P. as American state and local governments. And though states will certainly have to cut their budgets again this year, the cuts will be smaller (and therefore more politically palatable) than those of, say, Ireland, which is cutting government spending by almost nine per cent. Most important, the states have a fundamental advantage over euro-zone nations: they’re part of a country, not an ill-defined union, so they can count on help from the federal government.

Much of the assistance that the states get from Washington is close to automatic: in normal times, the government sends almost half a trillion dollars in aid (for everything from Medicaid to highways and education) directly to the states. And it can generally be counted on to step up its efforts in a crisis; last year’s stimulus sent more than a hundred and fifty billion dollars to state and local governments. There’s a long-standing tradition of this: one of the federal government’s first acts was to assume the debts that states had run up during the American Revolution. This meant that frugal states had to help pay the debts of profligate ones. But the assumption was that closing gaps between the states by some measure of redistribution was in the national interest. The theory is that we hang together in times of trouble lest we all end up hanging separately.

In the E.U., things are very different. For all the lip service paid to “Europe” as an entity, local interests consistently trump continental ones, as evidenced by the fact that it took Europe months to agree to help if Greece finds itself unable to finance its debts. Despite the large economic imbalances between the E.U.’s members, there are few tools for correcting them. The E.U. does have structural subsidies for weaker economies, but they’re quite small, and there is no obvious mechanism for channelling aid to countries that get in trouble. (Indeed, the E.U. constitution explicitly includes a “no bailout” clause.) Worse still, the single currency means that struggling countries like Greece and Portugal can’t devalue to boost exports and create jobs. Their only option is to slash budgets to the bone.

Countries like Greece and Ireland need to learn to live within their means, of course. But in the middle of a severe recession steep spending cuts and tax increases can be disastrous. The refusal of European countries (especially Germany) to bail out profligate neighbors, although perfectly understandable, has increased the chances that Europe as a whole will suffer a double-dip recession. In the U.S., by contrast, federal aid to the states softened the impact of the recession, allowing the economy to start growing again; while states still had to cut thirty-one billion in spending, the stimulus aid saved hundreds of thousands of jobs.

All this aid comes at a price, of course: it increases moral hazard, and it increases the national deficit. But the federal government is able to borrow money at exceptionally cheap rates, and, at a time like this, when the economy is still trying to find its feet, forcing states to cancel building projects and furlough teachers and policemen makes little economic sense. (Indeed, there’s a strong case to be made that more of the original stimulus package should have gone to state aid.) The European model would do more harm than good, as American history shows: in the early eighteen-forties, after the bursting of a credit bubble, many states found themselves in a debt crisis. The federal government refused to bail them out, and eight states defaulted—a move that cut off their access to credit and helped sink the economy deeper into depression. The U.S. did then what Europe is doing now, putting the interests of fiscally stronger states above the interests of the community as a whole. We seem to have learned our lesson. If Europe wants to be more than just Germany and a bunch of other countries, it should do the same.

*James Surowiecki has been a staff writer at The New Yorker since 2000. He writes The Financial Page.

Friday, April 2, 2010

Ελληνική ασθένεια ή ευρωπαϊκή κρίση;

Των Σβεν Γκίγκολντ, Ρεβέκκα Χαρμς, Ράινχαρντ Μπιτικόφερ*
Griechische krankheit oder Europaische Krise?
Μετάφραση Μελίτα Κουτσογιάννη
Δημοσιεύτηκε στο PPOL, 29-3-2010

Η κατάσταση στην Ελλάδα είναι δραματική και κατεπείγουσα. Τα προβλήματα που προκύπτουν δεν περιορίζονται μόνο στην ίδια την χώρα, αλλά απειλούν και ολόκληρη την ΕΕ και την ευρωζώνη ειδικότερα. Η Πορτογαλία, η Ισπανία, αλλά και η Ιταλία και η Ιρλανδία αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αν και όχι τόσο σοβαρά. Δεν μπορούμε να πάρουμε αυτή την κρίση ελαφρά, γιατί θα μπορούσε να οδηγήσει σε οικονομική και πολιτική κατάρρευση της ΕΕ.

Οι λόγοι που υπαγορεύουν άμεση και αποτελεσματική δράση δεν είναι μόνον οικονομικοί, αλλά και καθαρά πολιτικοί. Η διαμάχη γύρω από την αντιμετώπιση της κρίσης έχει αναζωπυρώσει και ενισχύσει εθνικές προκαταλήψεις. Απειλεί να αποδιοργανώσει την ΕΕ. Η ελληνική κυβέρνηση και ιδίως ο αντιπρόεδρος Θεόδωρος Πάγκαλος, αισθάνεται ότι οι ισχυρές χώρες τους άφησαν στην τύχη τους. Σημειώνονται ακόμη και μεμονωμένες εκκλήσεις για μποϊκοτάζ γερμανικών προϊόντων. Οι αναφορές για αποζημιώσεις του Β' παγκοσμίου πολέμου, τις οποίες η Γερμανία θεωρείται ότι δεν έχει εκπληρώσει, ερεθίζουν την ελληνική κοινή γνώμη, ενώ από την άλλη μεριά η γερμανική κοινή γνώμη τροφοδοτείται με ιστορίες για τις υποτιθέμενες αδιόρθωτες ατασθαλίες των Ελλήνων.

Για μας είναι σαφές ότι τα προβλήματα παραπέμπουν σε λήψη ριζικών μεταρρυθμιστικών μέτρων σε δύο επίπεδα ταυτόχρονα: αφ' ενός στην Ελλάδα και αφ' ετέρου σε σχέση με την ανεπαρκή οικονομική και πολιτική ολοκλήρωση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Θεωρούμε ότι μια επανεθνικοποίηση των λύσεων για την αντιμετώπιση των σημερινών δυσκολιών θα ήταν λύση οπισθοδρομική και μη ρεαλιστική. Επιπλέον θέλουμε να απαντήσουμε σε αυτήν την διπλή πρόκληση με την αποφασιστική δέσμευση για συλλογική εξέλιξη της Ευρώπης, όπου ο ανοιχτός, συλλογικός οικονομικός χώρος έχει εξίσου θέση όσο και η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, καθώς επίσης και η από κοινού προώθηση αξιών όπως η κοινωνική δικαιοσύνη, η προστασία του περιβάλλοντος, η ειρήνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα μέσα σε έναν παγκοσμιοποιημένο πλανήτη.

Καμία χώρα δεν πρέπει να αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ

Κατά την άποψή μας τυχόν αποχώρηση της Ελλάδας από τον ευρωπαϊκό οικονομικό χώρο θα ήταν πολιτικό και οικονομικό λάθος. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι μια τέτοια επιλογή θα έδινε στην Ελλάδα τη δυνατότητα υποτίμησης του νομίσματός της έναντι του ευρώ και με αυτό θα προκαλούσε βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της έναντι των άλλων κρατών-μελών (εντός και εκτός ευρωζώνης). Ωστόσο, η πραγματική αξία του συνολικού εξωτερικού της χρέους θα ανέβαινε, οπότε θα ήταν πιθανή η πτώχευση του ελληνικού κράτους. Εάν αποκλείσουμε αυτό το σενάριο, τότε πρέπει να εξετάσουμε τα αίτια της κρίσης στη ρίζα τους.

Τι επιτρέπει η Συνθήκη

Στο άρθρο 103 της συνθήκης της ΕΕ, υπάρχει πράγματι η ρύθμιση ότι η Ένωση δεν αναλαμβάνει καμία ευθύνη για τα χρέη των μεμονωμένων κρατών-μελών και δεν αναμιγνύεται στην εξόφληση των εν λόγω χρεών. Αυτή είναι η «ρήτρα μη ενίσχυσης», που τόσο συχνά αναφέρεται τις τελευταίες ημέρες.

Ωστόσο, σε πολιτικό επίπεδο αυτή η θέση θα μπορούσε να αμφισβητηθεί, τη στιγμή που έχουν δοθεί κρατικές εγγυήσεις για τη διάσωση ιδιωτικών τραπεζών. Συγκεκριμένα μάλιστα το άρθρο 122 της συνθήκης της ΕΕ που αναφέρεται στο πνεύμα της αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών... θα μπορούσε αντιστοίχως να ερμηνευτεί, ότι ανοίγει τη δυνατότητα να θεσπιστούν «συγκεκριμένα μέτρα» σε περίπτωση οικονομικών προβλημάτων. Θα μπορούσε να εφαρμοστεί δοκιμαστικά η χρήση των «κονδυλίων έκτακτης ανάγκης» της «ευρωπαϊκής επιτροπής». Το αποθεματικό αυτό κεφάλαιο προορίζεται πράγματι για την αντιμετώπιση νομισματικών προβλημάτων των κρατών- μελών της ΕΕ που δεν ανήκουν στη ζώνη του ευρώ. Πρόσφατα, η Ουγγαρία και η Λετονία έτυχαν τέτοιας βοήθειας.

Έξοδος από την κρίση με αμοιβαία και υπεύθυνη έκφραση της αλληλεγγύης

Ο πυρήνας των θέσεών μας για να ξεπεραστεί η κρίση στην Ελλάδα και τις άλλες χώρες του ευρώ έχει στόχο την ανάληψη αποφασιστικής δράσης με πνεύμα αμοιβαίας αλληλεγγύης. Στην Αθήνα πρέπει να προωθηθούν οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές. Στις Βρυξέλλες πρέπει και μπορεί να υπάρξει κοινή αντιμετώπιση του προβλήματος.

Βραχυπρόθεσμα, τα μέλη της ευρωζώνης πρέπει να φροντίσουν να πέσει το επιτόκιο για τα δάνεια του ελληνικού κράτους (μείωση του «σπρεντ» έναντι των τόκων των γερμανικών δανείων κατά περίπου 3%), έτσι ώστε να μην στερηθεί η Ελλάδα τη δυνατότητα να ξεπεράσει την κρίση λόγω της συνεχούς κλιμάκωσης των επιτοκίων που πληρώνει για το υψηλό της χρέος. Για το σκοπό αυτό τα ευρωομόλογα θα μπορούσαν να είναι μια δυνατότητα ή, αν δεν πληρούνται οι σχετικές νομικές προϋποθέσεις, να υπάρξουν κοινές εγγυήσεις για τα δάνεια του ελληνικού κράτους.

Ως άμεσο μέτρο θα πρέπει να ανασταλεί το εμπόριο χρηματοπιστωτικών προϊόντων, τα οποία σήμερα χρησιμοποιούνται για μαζική κερδοσκοπία εις βάρος της συνοχής της ζώνης του ευρώ. Εδώ η Γερμανία θα πρέπει να αναλάβει ηγετικό ρόλο.

Η αλληλέγγυα βοήθεια συνοδεύεται από έλεγχο

Η στενή επιτήρηση εκ μέρους της ΕΕ και του «γιούρογκρουπ» επί των εύλογων ελληνικών δημοσιονομικών και διαρθρωτικών μέτρων είναι δικαιολογημένη και απαραίτητη. Σε αυτό πρέπει να περιλαμβάνεται και η απειλή κυρώσεων σε περίπτωση παραβιάσεων (π.χ. άρνηση καταβολής των κονδυλίων των διαρθρωτικών ταμείων). Είναι όμως σημαντικό τα σωστά μέτρα να κατανοηθούν και να εφαρμοστούν.

Στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η Ελλάδα, είναι υπερβολικά φιλόδοξη η μείωση του ελλείμματος από περίπου 13% στο 3% του ΑΕΠ έως το 2012-2013 στα πλαίσια του προγράμματος σταθερότητας της ΕΕ. Τα αποτελέσματά του πρέπει να ελέγχονται για τη διατήρηση της ζήτησης σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Είναι σαφές ότι μόνο η μείωση των δαπανών σε μισθούς και κοινωνικές υπηρεσίες -όσο απαραίτητες και αν είναι- δεν είναι αρκετή για τη μείωση του ελλείμματος.

Χρειάζονται μέτρα αποτελεσματικά από οικονομική άποψη και πολιτική άποψη, με στόχο την αύξηση των κρατικών εσόδων, μέσω:
・ της καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της φοροαπάτης,
・ της μεγαλύτερης αποδοτικότητας στον δημόσιο τομέα,
・ της μείωσης του μισθολογικού κόστους των δημοσίων υπαλλήλων, π.χ. στα υψηλά επιδόματα/bonus, καθώς και
・ της θέσπισης ειδικής εισφοράς λόγω κρίσης για τους εύπορους.
Η αύξηση των περιβαλλοντικών φόρων μπορεί εξάλλου να αποτελέσει κίνητρο για την αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Τα μέτρα αναθεώρησης του κρατικού προϋπολογισμού και τα άλλα διαρθρωτικά μέτρα, για τη μείωση του εξαιρετικά υψηλού ελλείμματος, θα πρέπει να περιλαμβάνουν και τη μείωση των υπέρογκων στρατιωτικών δαπανών που ανέρχονται στο 4.1% του ΑΕΠ.

Το ελληνικό κράτος μπορεί να αντιμετωπίσει τα χρόνια ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών, μέσω ενός προγράμματος διαρθρωτικών αλλαγών στην οικονομία, το οποίο θα περιλαμβάνει την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής, της διαφθοράς και του μαύρου χρήματος και θα αυξήσει την παραγωγικότητα της εργασίας στον τομέα της βιομηχανίας και στον (κυρίαρχο) τομέα των υπηρεσιών.

Σε αυτό το χρονικό σημείο περισσότερο από το 60% των Ελληνίδων και των Ελλήνων στηρίζει τα μέτρα λιτότητας που ανακοίνωσε η κυβέρνηση. Η ΕΕ έχει συμφέρον αλλά και ευθύνη, να μην αφήσει να πάει χαμένη αυτή η συναίνεση. Γι αυτό τα μέτρα δεν πρέπει να είναι αντικοινωνικά ή ψευδεπίγραφα. Πρέπει να αποφεύγεται η αύξηση της κλασικής φορολογίας εισοδήματος σε μαζική κλίμακα. Η ανόρθωση της χώρας μπορεί να βασιστεί μόνο στην εφαρμογή και τον έλεγχο του σταθεροποιητικού προγράμματος, το οποίο πρέπει να είναι οικονομικά αποδοτικό και να ανταποκρίνεται στις κοινωνικές και οικολογικές αξίες της ΕΕ.

Λόγω του τεράστιου ελλείμματος, που ανέρχεται γύρω στο 10% του ΑΕΠ το χρόνο, η μείωση του κόστους εργασίας ανά μονάδα θα είναι αναπόφευκτη. Λόγω όμως των πολλών χαμηλόμισθων υπαλλήλων στο δημόσιο τομέα, μια μισθολογική πολιτική κοινωνικά αλληλέγγυα πρέπει να αποτελεί βασική φροντίδα.

Ακόμη, οι χώρες της ευρωζώνης με χρόνια πλεονάσματα στο ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών τους, όπως η Γερμανία, η Αυστρία και η Ολλανδία, πρέπει να αποφασίσουν τη μείωση των πλεονασμάτων που δεν βασίζονται στην εξέλιξη των μισθών λόγω παραγωγικότητας της εργασίας. Η Γερμανία, ως σημαντικός εμπορικός εταίρος της Ελλάδα και των άλλων νοτίων χωρών της ευρωζώνης, φέρει σημαντική ευθύνη στην περίπτωση αυτή. Αυτό ισχύει κατά έναν λόγο παραπάνω, γιατί το πλεόνασμα δημιουργήθηκε λόγω εμπορικών συναλλαγών που πραγματοποιούνται εκτός ευρωζώνης. Η Γερμανία αντιμετωπίζει σημαντικό έλλειμμα στο εμπορικό της ισοζύγιο μόνο με την Κίνα. Ωστόσο, δεν θα ήταν εποικοδομητικό να ανταποκριθεί στην υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος με μείωση του κόστους εργασίας στους μισθούς, αφού κάτι τέτοιο θα έθετε σε κίνδυνο τη συνοχή της ευρωζώνης.

Εν όψει των απαραίτητων μέτρων, η ελληνική οικονομία κινδυνεύει να κατρακυλήσει σε παρατεταμένη ύφεση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο νομπελίστας οικονομολόγος Στίγκλιτζ (Stiglitz) πρότεινε να χρησιμοποιηθούν οι δαπάνες των διαρθρωτικών ταμείων της ΕΕ με ένα μη κυκλικό τρόπο. Τα κονδύλια αυτά θα πρέπει να επενδυθούν στο πλαίσιο του «πράσινου "νιου ντιλ"», που οδηγεί στην οικολογική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Πέρα από τα συγκεκριμένα μέτρα, θα πρέπει επίσης να διερευνηθεί ποιος φέρει την ευθύνη για την ελληνική κρίση:
・ Ποιος γνώριζε για τη «δημιουργική λογιστική» στην Ελλάδα;
・ Ποιος εμπόδισε την εφαρμογή των απαραίτητων πολιτικών;
・ Τι ρόλο έπαιξαν τράπεζες, όπως η «Γκόλντμαν Σακς», που τζόγαραν πάνω στη συγκάλυψη; ・ Ποιος κρύβεται πίσω από τη σπέκουλα εναντίον της συνοχής της ευρωζώνης;
Θέλουμε το «ευρωπαϊκό κοινοβούλιο» (ΕΚ) να αναλάβει έρευνες.

Νομισματική ένωση και οικονομική διακυβέρνηση

Η σημερινή κρίση στην Ελλάδα αποδεικνύει από τη μία πλευρά, το εγγενές μειονέκτημα του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος και από την άλλη την παράλυση της Ευρώπης από το 1999, η οποία μόνο δευτερευόντως έχει να κάνει με τα πλαστά στατιστικά στοιχεία που έδωσε η Ελλάδα για να εκπληρώσει τα κριτήρια του Μάαστριχτ.

Το κύριο πρόβλημα είναι ότι η «οικονομική νομισματική ένωση» (ΟΝΕ) δημιουργήθηκε χωρίς να βασίζεται σε μια κοινή οικονομική πολιτική, υπό την εσφαλμένη αντίληψη ότι οι ανισορροπίες θα διορθώνονταν μόνες τους μέσω των αγορών ή ότι η ΟΝΕ θα οδηγούσε σχεδόν αυτόματα σε πολιτική ένωση. Αυτό που βλέπουμε τώρα είναι ότι οι συνέπειες αυτού του εγγενούς μειονεκτήματος στέκονται εμπόδιο στην ευρωπαϊκής ολοκλήρωση.

Γι' αυτό το λόγο η «ευρωπαϊκή επιτροπή» πρέπει επειγόντως να επεξεργαστεί προτάσεις για τη δημιουργία μιας «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης», καθώς και το ΕΚ, που χάρη στη νέα «συνθήκη της Λισσαβόνας» έχει καταστεί οργανικός θεσμός της ΕΕ, να εξελιχθεί περαιτέρω, για να ανταποκριθεί σε μια τέτοια κατάσταση. Μια ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων:

・ Την αποτελεσματική, συντονισμένη, αντικυκλική, δημοσιονομική πολιτική των χωρών-μελών,
・ τη μετάβαση από τον φορολογικό ανταγωνισμό προς την φορολογική συνεργασία και
・ την αύξηση του προϋπολογισμού της ΕΕ στη βάση ιδίων εσόδων, που θα προωθεί την εξισορρόπηση της άνισης περιφερειακής ανάπτυξης.
Επιπλέον, η «γιούροστατ» πρέπει να έχει δικαίωμα να συλλέγει τα δεδομένα της απευθείας, να τα επαληθεύει και ενδεχομένως να τα δημοσιοποιεί.

Μεσοπρόθεσμα, πρέπει να μεριμνήσουμε μέσω της εφαρμογής ενός πτωχευτικού δικαίου για τα κράτη, να ρυθμίζεται εκ των προτέρων η κατανομή των βαρών σε περίπτωση δημόσιας υπερχρέωσης. Μέσω αυτού του μηχανισμού και οι πιστωτές του δημοσίου τομέα θα πρέπει να επιβαρύνονται με το μέρος του ρίσκου που τους αναλογεί. Ωστόσο, η πρωτοβουλία για έναν τέτοιο κανονισμό πτώχευσης μπορεί να αναληφθεί μόνον όταν η κατάσταση στις χρηματοπιστωτικές αγορές έχει ηρεμήσει. Στην αντίθετη περίπτωση, τα βάρη των επιτοκίων των κρατών που αντιμετωπίζουν δυσκολίες κατά τη διάρκεια της τρέχουσας κρίσης θα αυξηθούν ακόμη περισσότερο.

*Ο Sven Giegold, η Rebecca Harms, Reinhard Bütikofer είναι ευρωβουλευτές του «ευρωπαϊκού πράσινου κόμματος»