"Πολλές μετακινήσεις ψηφοφόρων χωρίς κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα. Δηλαδή κοινωνία προβληματισμένη με το πολιτικό σύστημα, τιμωρητική προς τα κόμματα εξουσίας, ψήφο αμηχανίας παρά διαμαρτυρίας προς τα μικρότερα.
Κρίση αντιπροσώπευσης; Μπορούμε να πούμε και το αντίθετο. Τα κόμματα αντιπροσώπευσαν πιστά μια "μαγκωμένη κοινωνία". Δηλαδή, μια κοινωνία χωρίς κατεύθυνση, σε ασταθή ισορροπία αφού το παλιό δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και το καινούργιο δεν έχει επαρκή δυναμική."
Είναι γεγονός ότι οι εκλογές έγιναν σε έκτακτες συνθήκες, επομένως και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αναστρέψιμο. Μερικές φορές όμως το γεγονός δημιουργεί ιστορία, δρομολογεί εξελίξεις με μόνιμες επιπτώσεις ακόμα και αν ξεκίνησε από τυχαίες περιστάσεις. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη θα καθοριστεί πρωτίστως από την διέξοδο που θα δοθεί στην κρίση του ΠΑΣΟΚ και του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου.
Ορθώς. Θα πρέπει όμως να συμπληρώσουμε ότι το πανόραμα της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς παρουσιάζει αρκετή ποικιλία τόσο ως προς τις κυβερνητικές επιδόσεις όσο και ως προς τις εκλογικές. Αλλιώς πήγε ο κεντροευρωπαϊκός σοσιαλισμός ή ο νοτιοευρωπαϊκός, αλλιώς ο σκανδιναβικός ή ο αγγλοσαξονικός.
Δεν βρισκόμαστε δηλαδή ενώπιον ενός γενικευμένου συντηρητικού πολιτικού- εκλογικού κύκλου και αν υπάρχει κάποια γενικότερη τάση, αυτή είναι μάλλον η δυσανεξία προς τα πολιτικά- κομματικά συστήματα που εκδηλώνεται με διαφορετικούς και εν πολλοίς συγκυριακούς τρόπους σε κάθε χώρα. Άλλοτε με κορυφώσεις και άλλοτε με υφέσεις.
Το στρατηγικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού πρέπει να χωριστεί σε δύο συνιστώσες. Από τη μια, η κοινή πρόκληση της παγκοσμιοποίησης που ασκεί ομόρροπες πιέσεις περιορισμού των επιλογών στις εθνικές πολιτικές. Από την άλλη, η διαφορετική ικανότητα με την οποία τα εθνικά οικονομικοπολιτικά συστήματα ανταποκρίνονται στην πρόκληση. Ικανότητα που εμπεριέχει τη μικρή ή μεγάλη, θετική ή αρνητική συμβολή των αριστερών κομμάτων, αλλά εξαρτάται από πολυάριθμους άλλους παράγοντες.
Η πρώτη συνιστώσα εξηγεί την κοινότητα των προβλημάτων, η δεύτερη τη διαφορετικότητα των απαντήσεων και των επιδόσεων. Έτσι π.χ., ακολουθώντας η καθεμιά τον δικό της δρόμο, η Σκανδιναβία, η Βρετανία ή η Ισπανία, μπορούν να αξιολογηθούν θετικά, σε αντίθεση με την Ιταλία ή τη Γαλλία. Μπορεί λοιπόν να μην υπάρχει ένα ενιαίο και σαφώς διακριτό «σοσιαλιστικό μοντέλο», αλλά υπάρχουν εθνικές «πετυχημένες ιστορίες» που φέρουν ευδιάκριτα τη σφραγίδα των σοσιαλιστικών κομμάτων.
Η επιτυχία δεν σημαίνει και μακροημέρευση στην εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες δύο σαφώς πετυχημένων χωρών, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, έχασαν τις εκλογές χωρίς οι επόμενες συντηρητικές κυβερνήσεις να αλλάξουν ρότα.
Η Οικονομία
Και η οικονομία; Το παραγωγικό σύστημα εκμεταλλεύτηκε το νέο μακροοικονομικό, γεωπολιτικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον πραγματοποιώντας εντυπωσιακά βήματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, αλλά με εμφανή επίσης όρια. Το δυναμικό ανταγωνιστικό τμήμα της παραγωγικής βάσης παραμένει στενό, ενώ το συνολικό σύστημα κινείται συγκριτικά με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, σε χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό επίπεδο.
Η περιορισμένη βάση και δυναμική αντανακλάται και μεταφράζεται σε πρόβλημα της μισθωτής εργασίας, ιδίως των νέων. Φτηνή εργατική δύναμη, χαμηλοί μισθοί, εργασιακή ανασφάλεια, δυσκολία εισόδου στην αγορά εργασίας ή από την άλλη, ιδιαίτερα εντατικοί ρυθμοί και λίγος ελεύθερος χρόνος.
Η εργασία φαίνεται ότι αποτελεί τη «σκοτεινή όψη» της προσαρμογής του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αφημένο στη δική του μόνο δυναμική, το επιχειρηματικό σύστημα της Ελλάδας δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις ανάγκες. Το δυναμικό του τμήμα είναι περιορισμένο, ενώ στο πέλαγος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αυτοαπασχόλησης, η ειδικευμένη εργασία δημιουργεί την επιχειρηματικότητα, παρά η επιχειρηματικότητα την απασχόληση.
Την ίδια όμως στιγμή, ευρέα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να εγκλωβίζονται στην παγίδα της χαμηλής παραγωγικότητας, της φτηνής εργατικής δύναμης και της απουσίας προοπτικής ανόδου.
Δεν ζούνε μια κατάσταση στέρησης και αποκλεισμού. Η κατάστασή τους δεν καταγράφεται αναγκαστικά ως αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, ούτε συλλαμβάνεται από τους αντίστοιχους δείκτες.
Πρόκειται για ανισότητες προοπτικής, για ανισότητες ευκαιριών, για μπλοκάρισμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας ή για κυριολεκτική κοινωνική κάθοδο. Η συνεχής αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών συγκαλύπτει τον κοινωνικό δυϊσμό και μετριάζει τις επιπτώσεις. Χωρίς όμως να δίνει πραγματική διέξοδο, καθώς καταναλώνει συνήθως από τα έτοιμα.
SMS και 700 ευρώ
Το κοινωνικό «προφίλ» που ενσαρκώνει όλη αυτή την αντίφαση, είναι οι νέοι της πρόσκαιρης απασχόλησης των 700 ευρώ, που ζουν σε προχωρημένη ηλικία στο γονεϊκό σπίτι, κάνοντας μια ζωή πάνω από τις αποδοχές τους, αλλά κάτω από τη δυνατότητα να σταθούν αυτόνομα εκτός οικογένειας. Η επικοινωνιακή δεξιοσύνη του Α. Αλαβάνου κατέγραψε αυτή την κοινωνική κατάσταση ως νέο ριζοσπαστισμό. Μπορεί όμως να εικονογραφεί πιστότερα μια «μαγκωμένη κοινωνία», ένα μείγμα συντηρητισμού και υποφώσκουσας οργής.
Oπωσδήποτε όμως, χρήσιμη αφετηρία για τον αναστοχασμό μιας σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής της προοδευτικής παράταξης. Η αναδιανομή και η αριστερή στροφή δεν γίνεται με την πελατειακή- εκλογική «ενίσχυση» των αδύναμων στρωμάτων, σαν αυτή που ζήσαμε στην προεκλογική περίοδο όταν έπεφταν βροχή από τα πάνω οι παροχές.
Με κάτι τέτοια ο κόσμος εξομοιώνει τα δύο κόμματα εξουσίας. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η ουσιαστική αναδιανομή περνάει σήμερα μέσα από την αναδιανομή των δυνατοτήτων. Η προοδευτική παράταξη και κυρίως το ΠΑΣΟΚ στην αρχική περίοδο της μεταπολίτευσης εξέφρασαν την κοινωνική ανοδικότητα των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων μέσω του κρατικού μεταρρυθμισμού.
Όταν η πολιτική αυτή τελμάτωσε, το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε τις μακροοικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες μιας νέας ανάπτυξης και κοινωνικού δυναμισμού χάρη στην πολιτική του εκσυγχρονισμού. Σήμερα η προοδευτική παράταξη καλείται να αναστοχαστεί τον ιστορικό της ρόλο στις νέες συνθήκες. Και ο αναστοχασμός δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ποιοτική αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης και να θέτει στο κέντρο της προσοχής του την ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας, αρθρώνοντας γύρω της όλα τα μείζονα προβλήματα της σύγχρονης και της αυριανής Ελλάδας.
Εκπαίδευση- έρευνα και αγορά εργασίας, ασφάλιση και στήριξη των νέων στην έναρξη της εργασιακής καριέρας, οικογένεια- σχέσεις γενεών και φύλων. Οι κοινωνικές δεκτικότητες μιας νέας μεταρρυθμιστικής πολιτικής υπάρχουν. Εκφράστηκαν με την αυθόρμητη διαδήλωση των SΜS, αποτυπώνονται στο πρόσωπο της γενιάς των 700 ευρώ.
Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 29-9-2007.