Wednesday, October 31, 2007

Οποιος δεν θέλει να μεταρρυθμίσει...

Από τον Πάσχο Μανδραβέλη

Πυκνώνουν οι εισηγήσεις προς τον πρωθυπουργό να προκηρύξει πρόωρες εκλογές την άνοιξη με αφορμή ή πρόσχημα το πρόβλημα της ονομασίας της ΠΓΔΜ. Ετσι λένε κάποιοι θα ξεπεραστεί ο σκόπελος των 152 βουλευτών, ο οποίος εμποδίζει την κυβέρνηση να κάνει τις μεταρρυθμίσεις που χρειάζεται ο τόπος. Σημειώνουμε ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου έγιναν -όχι για τον σκόπελο των 165 βουλευτών- αλλά για να δοθεί νέα λαϊκή εντολή για τις μεταρρυθμίσεις. Φυσικό κι επόμενο είναι λοιπόν να περιμένουμε νέες εκλογές το καλοκαίρι του 2008, διότι και οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με τον παρόντα νόμο και είναι αμφίβολο αν η νέα κυβερνητική πλειοψηφία θα έχει τις 152 σημερινές έδρες. Σε εκλογές να βρισκόμαστε δηλαδή...

Αν το καλοσκεφτούμε, η εκλογολογία είναι η μόνη σταθερή παράμετρος στο κόμμα της Ν.Δ. μετά τις εκλογές του 2004. Για εκλογές συζητούσαν το φθινόπωρο του «έτους των Ολυμπιακών», έτσι ώστε «να μηδενιστεί το κοντέρ» και να κερδηθεί ο χαμένος για τις μεταρρυθμίσεις χρόνος που χάθηκε λόγω της προετοιμασίας των αγώνων. Για εκλογές κουβέντιαζαν την άνοιξη και το φθινόπωρο του 2005, μόλις εμφανίστηκαν οι πρώτες αρρυθμίες στο κυβερνητικό σχήμα. Για πρόωρες συζητούσαν το 2006 και όλο το 2007 και πρόωρες έγιναν στις 16 Σεπτεμβρίου. Τώρα, σαράντα μέρες μετά τις εκλογές, ξανασυζητάμε για εκλογές. Εν τω μεταξύ τα προβλήματα διογκώνονται, και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι όποιος δεν θέλει να μεταρρυθμίσεις, όλη μέρα εκλογολογεί.

Αυτή η εκλογολογία όμως που αναπτύσσεται μεταξύ κορυφαίων στελεχών της Ν.Δ. και φτάνει κατά κύματα στο Μαξίμου αποκαλύπτει ένα διαχρονικό και μεγάλο έλλειμμα πολιτικής και ιδεολογίας του κυβερνώντος κόμματος. Για ένα μεγάλο μέρος του στελεχιακού δυναμικού το μόνο διακύβευμα της πολιτικής είναι η διαχείριση του κράτους, δηλαδή η νίκη στις εκλογές. Γι' αυτό και η μακρά πορεία των ιδεολογικά αποστειρωμένων ιδεολογικά συνεδρίων της Ν.Δ. γι' αυτό και η έλλειψη μιας στοιχειώδους κεντροδεξιάς ιδεολογίας στη χώρα, όποια μορφή κι αν έπαιρνε αυτή (συντηρητική ή φιλελεύθερη).

Ακόμη περισσότερο: γι' αυτό και το αντάρτικο των πρώην υπουργών χωρίς κάποια ιδεολογική διαφοροποίηση. Είναι εκπληκτικό ότι πολλοί ψιθύριζαν τη δυσφορία τους για το βιβλίο της Ιστορίας (κάτι που θεωρούσαν σοβαρή ιδεολογική παρέκκλιση της Ν.Δ.) αλλά ουδείς απείλησε να φύγει, και κόντεψε να δημιουργηθεί κρίση για την οικονομική βοήθεια προς τις βαλκανικές χώρες. Είναι φυσικό κι επόμενο: όταν ένας πολιτικός οργανισμός αναπτύσσει ως μόνη πολιτική προβληματική τις μεθόδους για την κατάκτηση της εξουσίας, οι μόνες διαφωνίες θα έχουν να κάνουν με τη νομή της. Δηλαδή, σε τι να διαφωνήσουν οι βουλευτές της Ν.Δ.; Για τον ρόλο του κράτους πρόνοιας στη μεταβιομηχανική κοινωνία; Εγινε ποτέ συζήτηση για την παγκοσμιοποίηση, την κοινωνία των δύο τρίτων κ.λπ. για να υπάρξουν διαφωνίες επ' αυτών των ζητημάτων;

Γι' αυτό στο άμεσο μέλλον δεν πρέπει να μας εκπλήξει η προκήρυξη εκλογών, όχι για τη σύνταξη του προϋπολογισμού, αλλά και για κάποιο νομοσχέδιο που θα αφορά την αξιοποίηση των ορεινών όγκων. Οταν η πολιτική χαράσσεται χωρίς ιδεολογική ρότα, είναι επικίνδυνο να προκύψουν διαφωνίες από το πουθενά και να κηρυχτούν εκλογές για το τίποτα.

Ο Πάσχος Μαδραβέλης είναι δημοσιογράφος. Tο άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Καθημερινή στις 30-10-2007.

Monday, October 29, 2007

Millennium Generation

Ο Πίτερ Παν, άντρας ή γυναίκα, είναι εδώ και θα μείνει για πάντα. Κανείς δε θέλει να μεγαλώσει, να γεράσει, να γίνει υπεύθυνος.

Από τον Γιώργο Πανόπουλο

Αν αναρωτιέστε σε τι οφείλεται η επικράτηση της σαχλαμάρας στην τηλεόραση και το ραδιόφωνο, αναζητείστε τις αιτίες στην ξέφρενη επιθυμία για ανευθυνότητα. Όλοι μας καλούν να εκτονωθούμε συλλογικά για να εγκαταλειφθούμε σε μια ευτυχισμένη ηλιθιότητα. Να οπισθοχωρήσουμε προς τον παλιμπαιδισμό. Να μη μεγαλώσουμε ποτέ. Και φυσικά η γενιά που μεγαλώνει σ’ ένα περιβάλλον που απογειώνει την πλαστική ομορφιά και δικαιώνει την ελάχιστη προσπάθεια με το μεγαλύτερο κέρδος δεν βιάζεται να μεγαλώσει.

Η γενιά της δεκαετίας του 60, που με σύνθημα «μην εμπιστεύεσαι κανέναν πάνω από τριάντα χρονών» σάρωσε όλα τα ταμπού εν ονόματι της ευχαρίστησης, δεν πρόσφερε στα παιδιά κανένα όπλο πιστεύοντας ότι με το «ναι» σε όλα θα έφτιαχναν την καινούρια ευτυχισμένη ανθρωπότητα.

Αντ’ αυτού, κατάφερε να φτιάξει μια ανερμάτιστη γενιά που τείνει προς τον συντηρητισμό. Μια γενιά που θεωρεί τα πάντα κεκτημένα και όχι κατακτημένα. Μια γενιά που προσπαθεί να πείσει τους γονείς της να υπηρετήσουν τους ρόλους τους ώστε να μπορέσει να επαναστατήσει.

Στη Γαλλία, το 65% αυτών που βρίσκονται γύρω στα 25 ζουν με τους γονείς τους, αριθμός διπλάσιος απ’ αυτόν του 1975 (για την Ελλάδα θα συζητήσουμε όταν ξεπεράσει την αρχαϊκή δομή της, γιατί εδώ το να μένεις στο οικογενειακό σπίτι μέχρι τα 35 σου δεν αποτελεί είδηση).

Η δικαιολογία των νεαρών είναι ότι μ’ αυτό τον τρόπο είναι ελεύθεροι να εργαστούν όπου τους αρέσει ή να δουλέψουν κάπου εθελοντικά χωρίς αμοιβή. Οι κοινωνιολόγοι αναρωτιούνται για πόσο ακόμα οι αυριανοί ηγέτες θα συνεχίσουν να αρνούνται να απαγκιστρωθούν από την οικογένεια.

Ο μεγαλύτερος της γενιάς Υ (σ’ αυτήν ανήκουν οι γεννημένοι μεταξύ 1978 και 1994 που δημογραφικά αποτελούν μια γενιά 60,000,000 που είναι μεγαλύτερη από τη γενιά Χ και δεύτερη σε αριθμό γενιά στην Αμερική μετά τους baby boomers που υπολογίζονται στα 72,000,000), που θα γίνει 30 την επόμενη χρονιά, δεν έχει δουλειά ούτε παιδιά, δεν έχει καν φύγει από την παιδική του κρεβατοκάμαρα.

Τον Μάιο που πέρασε, η τράπεζα HSBC έδωσε στη δημοσιότητα μια παγκόσμια έρευνα που έκανε για το μέλλον των συνταξιούχων. Τα αποτελέσματά της είναι εντυπωσιακά: οι συνταξιούχοι γονείς δίνουν περισσότερα χρήματα στα παιδιά τους απ’ όσα τους δίνουν αυτά. Το ένα τέταρτο των baby boomers έχουν υποστηρίξει οικονομικά τα παιδιά τους μία φορά τουλάχιστον το περασμένο εξάμηνο.

Οι τοπικές έρευνες είναι ακόμα πιο συγκεκριμένες: το 28% αυτών που βρίσκονται μεταξύ 22 και 29 χρόνων βασίζονται οικονομικά αποκλειστικά στους γονείς τους. Στη Βρετανία, οι μισοί απ’ αυτούς που βρίσκονται κάτω από τα τριάντα στηρίζονται στους γονείς τους για τα δάνεια που παίρνουν για ν’ αγοράσουν σπίτι, ποσοστό που έχει ανέβει κατά 10% μέσα σε μια δεκαετία. Πολλοί από τους γονείς δεν βγαίνουν καν στη σύνταξη για να βοηθήσουν τα παιδιά τους να μη βουλιάξουν οικονομικά.

Τα 73% των Ισπανών και τα δύο τρίτα των Αμερικανών και Καναδών αποφασίζουν ότι έχει περισσότερο νόημα να ακολουθείς τη δημιουργικότητά σου και όχι την καριέρα. Στην Ευρώπη έρευνα μεταξύ των αποφοίτων πανεπιστημίων έδειξε ότι το ζητούμενο είναι η εξισορρόπηση ζωής και εργασίας και όχι οι υψηλοί μισθοί. Μια χαρά είναι αυτή η αντιμετώπιση, αλλά όχι εις βάρος της ανεξαρτησίας και της ολοκλήρωσής σου. Η μετάβαση στην ενηλικίωση δεν είναι ένα προσωρινό στάδιο πλέον αλλά συνεχίζεται και συνεχίζεται και συνεχίζεται.

Δεν είναι, αν μη τι άλλο, δύσκολο να αντιμετωπίζεις την πραγματικότητα με την ανευθυνότητα ενός παιδιού ενώ ταυτόχρονα έχεις πάρει δάνειο με υποθήκη του σπίτι σου;

Ο Γιώργος Πανόπουλος είναι δημοσιογράφος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Paper της εφημερίδας Ημερησία του Σαββάτου στις 27-10-2007.

Friday, October 26, 2007

ΕΕ: Δεύτερη η Ελλάδα στη «μαύρη» εργασία

Στην ΕΕ προσφεύγουν στην αδήλωτη εργασία, κυρίως, οι φοιτητές, οι άνεργοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μετανάστες

Από την Καθημερινή

Η αδήλωτη εργασία στην Ελλάδα αντιστοιχεί, σύμφωνα με έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στο 20% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος, γεγονός που κατατάσσει τη χώρα μας δεύτερη, μετά τη Βουλγαρία (35% του ΑΕΠ), μεταξύ των 27 χωρών μελών της ΕΕ.

Συγκεκριμένα, η Επιτροπή τονίζει ότι στην ΕΕ ο βασικός λόγος προσφυγής στην αδήλωτη εργασία είναι το αμοιβαίο κέρδος εργοδοτών και εργαζομένων, προτείνοντας, για την καταπολέμηση του φαινομένου, τη μείωση της φορολογίας στην εργασία.

Επίσης, η Επιτροπή διαπιστώνει ότι στην ΕΕ προσφεύγουν στην αδήλωτη εργασία, κυρίως, οι φοιτητές, οι άνεργοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι μετανάστες.

Ακόμη, επισημαίνει ότι η αδήλωτη εργασία αφορά κυρίως τομείς όπως οι υπηρεσίες καθαρισμού, οι κατασκευές και το λιανικό εμπόριο.

Σύμφωνα με την Επιτροπή, η αδήλωτη εργασία είναι περισσότερο διαδεδομένη στη νότια και ανατολική Ευρώπη.

Εξάλλου, σύμφωνα με την κοινοτική δημοσκόπηση Ευρωβαρόμετρο για την αδήλωτη εργασία, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα (24-10-2007), οι Έλληνες πιστεύουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των απασχολουμένων που δεν δηλώνουν την εργασία τους, αφορά τους μετανάστες. Συγκεκριμένα, στην ερώτηση «ποιοι, κατά τη γνώμη σας, ενδέχεται να μην δηλώνουν την εργασία τους στη χώρα σας», το 36% των ερωτηθέντων Ελλήνων απαντά οι παράνομοι μετανάστες, το 22% οι άνεργοι, το 19% οι ελεύθεροι επαγγελματίες και το 8% οι συνταξιούχοι.

Επίσης, στην ερώτηση «γιατί, κατά τη γνώμη σας, δεν δηλώνεται η εργασία στη χώρα σας», το 30% των Ελλήνων απαντά ότι ο λόγος είναι η πολύ χαμηλή αμοιβή της αδήλωτης εργασίας, το 23% η έλλειψη ελέγχου από τις αρμόδιες αρχές και το 12% οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές.

Τέλος, το 21% των ερωτηθέντων Ελλήνων εκτιμά ότι 10-20% του πληθυσμού στην Ελλάδα δεν δηλώνει την εργασία του, ενώ το 60% των Ελλήνων θεωρεί μικρή την πιθανότητα να εντοπιστεί η αδήλωτη εργασία από τις αρμόδιες αρχές.

Thursday, October 25, 2007

Τα 700 ευρώ

Από τον Γιώργο Μπράμο

Ο παιδικός μου φίλος ήταν απογοητευμένος και απαρηγόρητος. Η κόρη του, που με θυσίες και κόπους τη σπούδασε στην Ελλάδα και την Ευρώπη, βρήκε μια δουλειά με 700 ευρώ. Φυσικά, με αυτά τα χρήματα η κοπέλα δεν μπορεί να νοικιάσει δικό της σπίτι, μένει με την οικογένεια κι έχει μια χαλαρή σχέση με κάποιον που τον βλέπει αραιά και πού. Κάποτε κοιτάει μπροστά, στο μέλλον της, κάνει υπολογισμούς, αν τη συμφέρει να πάει παρακάτω με τον τύπο, να τον παντρευτεί και να κάνει παιδιά, να συνεχίσει κι αυτή τον κύκλο της ζωής.

Ο φίλος μου θα μπορούσε να ήταν ένας τυχερός πατέρας και η κόρη του τυχερό κορίτσι, αφού ήδη έχει καλύψει τις οικογενειακές προδιαγραφές, σπούδασε καλά και έχει έναν άνδρα με τον οποίο, με λίγο κέφι και περισσότερο συμβιβασμό, θα ήταν σε θέση να σχεδιάσει μαζί του το κοινό τους αύριο. Και, σε αντίθεση με άλλες άτυχες και άλλους άτυχους, έχει βρει μια δουλειά για τα απαραίτητα. Παρ όλα αυτά, έχει την απορία τι μπορεί να κάνει με τα 700 ευρώ, που δεν της φτάνουν, δεν της δίνουν μια άνεση, δεν της επιτρέπουν να ονειρευτεί.

Η περίπτωση της κόρης του παιδικού μου φίλου είναι χαρακτηριστική. Το ξέφτισμα της εικόνας της δεν οφείλεται μόνο στη μιζέρια των 700 ευρώ. Πίσω της υπάρχουν γενιές και γενιές που σπούδασαν περισσότερο κατ ανάγκη και πολύ λιγότερο κατ επιλογή, που επένδυσαν στο επάγγελμα και σχεδόν καθόλου στο κέφι ή, να το πούμε πιο βαρύγδουπα, στη δημιουργικότητα.

Το ζήτημα των 700 ευρώ δεν βρίσκεται μόνο στην οικονομική-αγοραστική τους καχεξία. Αυτή η καχεξία διαψεύδει την επένδυση σε αγωνίες, κόπους, ξενύχτια και θυσίες, ανατρέπει τα στερεότυπα πως οι επιμελείς και προσαρμοσμένοι έχουν λαμπρό και ανθηρό μέλλον, όλο πλούτο και δόξα. Αλλά περισσότερο αποδεικνύει πόσο χρεοκοπημένο είναι όλο το μεταπολεμικό εκπαιδευτικό μας σύστημα, το οποίο στηρίχτηκε στην υπεκφυγή από τη δημιουργική γνώση και στην υποταγή στη σκοπιμότητα της επαγγελματικής και κατ επέκταση της κοινωνικής και οικονομικής ανόδου. Πρόκειται για ακόμη μία νεοελληνική στρέβλωση, όπου η επαγγελματική εξέλιξη αγνοούσε, αν δεν παρέκαμπτε, τη γνώση και τη μόρφωση.

Βέβαια οι επενδύσεις αυτού του είδους, οι δρόμοι προς το Πανεπιστήμιο και την επαγγελματική-οικονομική καταξίωση ήταν, μέχρι πρόσφατα, αποδοτικές. Είχαν όμως κι ένα προνόμιο που οι σημερινοί νέοι το στερούνται. Ηταν το εύρος των επιλογών, η δυνατότητα να σπουδάσει κάποιος αυτό για το οποίο ήταν πραγματικά ταμένος, μια επιστήμη ή μια τέχνη που με χαρά και δημιουργικότητα θα υπηρετούσε. Φυσικά τέτοιες επιλογές ήταν λιγοστές, αλλά υπήρχαν.

Σήμερα η επιλογή μιας σχολής έχει ως πρώτο και συχνά μοναδικό κριτήριο την αγορά εργασίας. Είναι ρεαλιστικό, αναγκαίο και ουσιαστικό. Δεν μπορούμε να φτιάχνουμε άλλο στρατιές ανέργων με πτυχία. Είναι όμως ταυτόχρονα και άγονο. Γιατί δεν επενδύει στο μεράκι του μάστορα, στην εφευρετικότητα και στην εξέλιξη του επιστήμονα, αλλά στην ανάγκη και το μαζικό όνειρο του πλουτισμού. Από τα φακελάκια στους γιατρούς ώς τις παράνομες υπογραφές πολιτικών μηχανικών στις πολεοδομίες, από την άνετη, σχεδόν παχυδερμική αποδοχή της διαφθοράς ώς την προχειρότητα και την αδιαφορία με τις οποίες σχεδόν όλοι αντιμετωπίζουμε την εργασία μας, όλα τα μίζερα και κακά έρχονται από ανθρώπους που μίσησαν πριν καν αγαπήσουν αυτό που έκαναν.

Το φορντικό μοντέλο που τόσο πικρά και καίρια χλεύασε ο μεγάλος Σαρλό στους «Μοντέρνους Καιρούς» δημιουργούσε ανθρώπους σακατεμένους από τη μονοτονία, την επανάληψη και την αγριότητα της δουλειάς. Τα μεροκάματα εκείνης της εποχής προσπαθούσαν να καλύψουν την ανάγκη της επιβίωσης. Σήμερα, τα 700 ευρώ έχουν τον ίδιο σκοπό, την ίδια ανάγκη καλύπτουν. Μόνη διαφορά είναι πως τότε το αίσθημα της αδικίας είχε σχέση με την απαγόρευση στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής, ενώ σήμερα τα 700 ευρώ είναι το αποδεικτικό στοιχείο της διάψευσης του ίδιου, πανάρχαιου ονείρου.

Ο Γιώργος Μπράμος είναι μέλος της Ανανεωτικής Συσπείρωσης του ΣΥΝ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία στις 22 - 10 - 2007.

Monday, October 22, 2007

Αναγνώριση Κολεγίων

Η 20ή Οκτωβρίου ήταν μια σημαντική ημερομηνία. Σηματοδοτούσε τη λήξη της προθεσμίας που είχε στη διάθεσή της η Ελλάδα προκειμένου να συμμορφωθεί με την Οδηγία 36/2005 της ΕΕ, αναγνωρίζοντας επαγγελματικά δικαιώματα στους αποφοίτους των ιδιωτικών κολεγίων που συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια. Πολλοί από μας περίμεναν αυτήν την εξέλιξη εδώ και χρόνια.

Πιστεύαμε πως, μετά από δεκαετίες αναβολών και αφού είχε εξαντλήσει κάθε νόμιμο ή νομότυπο μέσο, η ελληνική Πολιτεία θα αναγκαζόταν επιτέλους να δώσει λύση σε ένα πρόβλημα που ταλαιπωρεί ήδη δεκάδες χιλιάδες νέους και προβληματίζει πολύ περισσότερους.

Ως G700 δεν έχουμε κανένα λόγο να επαναλάβουμε τη φλύαρη κινδυνολογία των εφημερίδων και των τηλεοπτικών παραθύρων. Με δεδομένο πως ζούμε στο πετσί μας το πρόβλημα θέλουμε απλώς να τοποθετήσουμε το ζήτημα στην πραγματική του βάση.

Καταρχάς οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πως στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων η πολυαναμενόμενη ρύθμιση αφορά νέους χαμηλών εισοδηματικών στρωμάτων. Οι γόνοι των πλούσιων οικογενειών δεν έχουν λόγο να απευθύνονται στα κολέγια. Έχουν τη δυνατότητα των σπουδών στο εξωτερικό, όπου μπορούν να αποκτήσουν πτυχία πολύ μεγαλύτερου κύρους.

Κατά δεύτερον οφείλουμε να κατανοήσουμε πως η ευρωπαϊκή ρύθμιση δεν είναι απειλή, αλλά ευκαιρία. Μέχρι σήμερα ανεχόμαστε ως κοινωνία να λειτουργεί μια ολόκληρη κατηγορία εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με 25.000 χιλιάδες περίπου σπουδαστές αυτή τη στιγμή, υπό καθεστώς ημι-παρανομίας. Μιλάμε για ένα πραγματικό φαρ-ουέστ.

Αυτά που ολόκληρη η ελληνική κοινωνία ονομάζει κολέγια είναι σύμφωνα με το νόμο αδιαβάθμητες επαγγελματικές σχολές, το καθεστώς των οποίων ρυθμίζεται από ένα Νομοθετικό Διάταγμα του 1935. Ο επίσημος τίτλος τους είναι υποχρεωτικά και αποκλειστικά «Εργαστήρια Ελευθέρων Σπουδών» και δεν έχουν καμία σχέση ή επαφή με το Υπουργείο Παιδείας. Η λειτουργία τους εποπτεύεται από το Υπουργείο Ανάπτυξης και τα μοναδικά κριτήρια για τη χορήγηση ή ανανέωση των αδειών λειτουργίας είναι κάποιες τυπικές λογιστικές ή κτιριακές προδιαγραφές.

Η ολοκλήρωση του στρουθοκαμηλισμού και της παράνοιας επισφραγίζεται από την απόλυτη απροθυμία των πολιτικών, ανεξαρτήτως κομματικής ταυτότητας, να αναγνωρίσουν έστω το πρόβλημα, προβάλλοντας ως δικαιολογία το Σύνταγμα και το άρθρο 16.

Πιστεύουμε πως η ευρωπαϊκή πίεση για αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των κολεγίων, πέρα από το να διατυπώνει το αυτονόητο, αποτελεί μια εξαιρετική ευκαιρία να ξεκαθαρίσει επιτέλους το τοπίο.

Τα κολέγια πρέπει να τεθούν υπό την εποπτεία του ΥΠΕΠΘ και να τους επιβληθούν συγκεκριμένες προδιαγραφές λειτουργίας∙ προδιαγραφές που δε θα εξαντλούνται στο μέγεθος των παραθύρων στις αίθουσες αλλά θα εστιάζουν πρωτίστως στην ποιότητα του παρεχόμενου έργου, στα τυπικά προσόντα και το επαγγελματικό καθεστώς του εκπαιδευτικού προσωπικού κλπ.

Όσα ιδρύματα καταφέρουν να ανταποκριθούν με επιτυχία στην αξιολόγηση αυτή να αναγνωριστούν και όλα τα υπόλοιπα να κλείσουν. Και φυσικά όσα κολέγια κριθούν άξια να λειτουργούν δε μπορούν παρά να προσφέρουν στους αποφοίτους τους τη δυνατότητα να εργάζονται χωρίς περιορισμούς, αξιοποιώντας τα εφόδια που η ίδια η Πολιτεία αξιολόγησε ως επαρκή.

Δυστυχώς όμως και η νέα κυβέρνηση φαίνεται πως δε σκοπεύει να ξεστρατίσει από την πεπατημένη. Ήδη οι ιθύνοντες μας καθησύχασαν. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα στο άμεσο μέλλον. Τι κι αν έληξε η προθεσμία; Μέχρι να τελεσιδικήσουν οι προσφυγές που θα κατατεθούν θα περάσουν περίπου τρία χρόνια. Οπότε μέχρι τότε βλέπουμε.

Εδώ όμως μιλάμε για μια κατάσταση στρεβλή και απαράδεκτη. Μια κατάσταση για την οποία θα έπρεπε όλοι να ντρεπόμαστε και όχι να χειροκροτούμε όσους της δίνουν παράνομες παρατάσεις.

Η G700 λέει όχι στη λογική του «δε βαριέσαι», του κουκουλώματος των προβλημάτων, της επιπόλαιης διαχείρισης του «βλέποντας και κάνοντας». Κύριοι της κυβέρνησης έχετε την υποχρέωση να δίνετε λύσεις, να βάζετε τάξη στο χάος. Όποιος φοβάται να αναμετρηθεί με τα προβλήματα σήμερα, μετακυλύωντάς τα στις επόμενες γενιές, θα μας βρει απέναντί του.

Saturday, October 20, 2007

Οι Χλιδάνεργοι

Ζουν ανάμεσά μας

Μια γενιά μορφωμένων Ελλήνων που ζουν με τους γονείς τους, βγαίνουν κάθε βράδι, δουλεύουν σποραδικά και για ψίχουλα, ταξιδεύουν, και τσακίζουν Prada, Fendi και LV όπου τα πετύχουν.

Από τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο

Η φίλη μου η Μαρία ήρθε και με βρήκε για πρώτη φορά τον περσινό Σεπτέμβριο. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε επιστρέψει από την Αγγλία με το μεταπτυχιακό της, μετά είχε πάει τέσσερις μήνες διακοπές (στο Μπαλί, τη Μύκονο και τη Φλωρεντία), και τώρα είχε έρθει μαυρισμένη και έτοιμη να ξεκινήσει την καριέρα της, και μια νέα ζωή.

"Θέλω να μου βρεις δουλειά στην εταιρία σου", μου είπε με τον επιτακτικό τρόπο που λέει τα πάντα. Ήταν 26 χρονών.

Αν και είμαι εντελώς ακατάλληλος για τέτοιου είδους διαμεσολαβήσεις, μισάνθρωπος ων, σεβάστηκα το αίτημα της καλής φίλης, ρώτησα και έμαθα ότι πράγματι, υπήρχε μια ανοιχτή θέση στο διαφημιστικό τμήμα μιας εταιρίας για την οποία είχα κάνει κάποιες μεταφράσεις, προώθησα το βιογραφικό της και, ικανοποιημένος που έκανα το καλό για έναν συνάνθρωπο, το ξέχασα εντελώς.

Μετά από τρεις μέρες η Μαρία με πήρε τηλέφωνο, έξαλλη.

"Υποδοχή διαφήμισης; Η θέση που μου βρήκες είναι για υποδοχή διαφήμισης;"
"Ποιος; Τι; Ποιος είναι;" είπα (με είχε ξυπνήσει).

"Εγώ έχω κάνει μεταπτυχιακό στην Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο και θα πάω να σηκώνω τηλέφωνα για 600 ευρώ;"

Τι είχε γίνει: Η Μαρία δεν είχε πάει στο ραντεβού. Όταν την πήραν τηλέφωνο για να την καλέσουν έμαθε όσα χρειαζόταν να μάθει, και απέρριψε τη δουλειά μονομιάς.

Η Μαρία, βλέπετε, ανήκει σε μια εντελώς νέα κατηγορία Ελλήνων. Πρόκειται για μια υποκατηγορία της διαβόητης «γενιάς των 700 ευρώ», των νεαρών Ελλήνων, δηλαδή, που έχουν αποκτήσει πολύ καλή μόρφωση, και οι οποίοι βγαίνουν σε μια αγορά εργασίας η οποία δεν τους πολυχρειάζεται, και έτσι δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει μισθό αντίστοιχο των σπουδών τους, ή έστω επαρκή για να συντηρηθούν.

Η συγκεκριμένη υποκατηγορία της Μαρίας περιλαμβάνει τους νέους που, αν και δεν βρίσκουν μια καλοπληρωμένη δουλειά, αρνούνται να κάνουν οποιονδήποτε συμβιβασμό στον τρόπο ζωής τους. Μαθημένοι στο χαρτζιλίκι από τους γονείς κατά τη διάρκεια της εφηβείας και των σπουδών, βγαίνοντας στην «αγορά» εξακολουθούν να επιθυμούν να συχνάζουν στα ίδια μαγαζιά, να ψωνίζουν το ίδιο ακριβά προϊόντα, και να κάνουν ακριβώς την ίδια άνετη ζωή που έκαναν πριν.

Είναι οι χλιδάνεργοι, και δεν πρόκειται να θυσιάσουν ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια απ' το lifestyle τους. Όσα κι αν τους πληρώνουν.

Σύμφωνα με μια έρευνα των Νέων, 8 στους 10 νεοπροσληφθέντες στην Ελλάδα αμείβονται με λιγότερα από 1000 ευρώ. Σύμφωνα με άλλη έρευνα της Marc για το Έθνος, τo 56% των Ελλήνων ηλικίας 18-30 αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ το μήνα. Ένας στους δύο νέους είναι άνεργος.

Από τους τριαντάρηδες, μόνο το 29,5% ζουν εντελώς ανεξάρτητοι από τους γονείς. Ένα 31,4% συντηρείται αποκλειστικά από αυτούς. Μπορείτε να συλλάβετε αυτά τα νούμερα;

Αν κάποιος ξένος τα διαβάσει θα συμπεράνει πως είμαστε μια κοινωνία υπό κατάρρευση, όπου οι νέοι δεν μπορούν να παράγουν πλούτο, οπότε τρώνε τον πλούτο που έχει συσσωρεύσει η προηγούμενη γενιά, μέχρι αυτός να τελειώσει, οπότε προφανώς η χώρα μας θα χρεοκοπήσει.

Η ίδια η οικογένεια έχει τις μεγαλύτερες ευθύνες. Σε όλους τους Μεσογειακούς λαούς εμφανίζεται αυτή η απεριόριστη λατρεία για τα παιδιά, η οποία εύκολα παίρνει όχι-και-πολύ-υγιείς διαστάσεις. Οι γονείς ουσιαστικά «πληρώνουν» το παιδί για να μην τους φύγει.

Σε άλλες, βορειότερες χώρες συνηθίζεται να το σουτάρουν (με αγάπη) μόλις τελειώσει το σχολείο, για να τραβήξει το δικό του δρόμο, να κάνει τα δικά του λάθη, να σταθεί στα δικά του πόδια, να μάθει και να ωριμάσει. Εδώ έχουμε περιπτώσεις σαν το Θεσσαλονικιό φίλο μου το Στέλιο, που οι γονείς του υποσχέθηκαν αυτοκίνητο αν περάσει στις Πανελλήνιες, με τον όρο να περάσει σε σχολή της Θεσσαλονίκης.

Φυσικά, εκατοντάδες χιλιάδες είναι οι νέοι που ανήκουν στη «Γενιά των 700 ευρώ», όλων οι γονείς θέλουν να τους φροντίσουν, κάμποσοι από αυτούς τους γονείς είναι και ευκατάστατοι, αλλά δεν γίνονται όλα τα παιδιά χλιδάνεργοι.

Βλέπετε, είναι στη φύση του νέου να θέλει να αυτονομηθεί, να κάνει κάτι στηριγμένος στα δικά του ποδάρια, μόνος, ανεξάρτητος. Είναι μια ανθρώπινη ανάγκη αυτή. Στην πρώτη μου δουλειά προσελήφθην με μισθό 180.000 δραχμές το μήνα (520 ευρώ), εν έτει 2000, σε ηλικία 23 ετών, και ήμουν πανευτυχής. Εκστατικός. Ακόμα θυμάμαι το πρώτο ζευγάρι παπούτσια που πήρα με τα δικά μου λεφτά.

Μπορεί αυτό να ακούγεται λίγο «Βασιλάκης Καϊλας», αλλά η ανάγκη του ανθρώπου να κάνει πράγματα μόνος του -και κατά συνέπεια να αυτοεπιβεβαιωθεί ως αυτόνομη οντότητα- είναι πανίσχυρη.

Γιατί τότε τόσοι τριαντάρηδες καταπιέζουν αυτή την ανάγκη για να μείνουν στη σφιχτή και γεμάτη ασφάλεια αγκαλιά της τσέπης του μπαμπά;

Είναι απλό: Είναι αρρώστια.

Οι χλιδάνεργοι, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο είναι lifestyle junkies, που επιτρέπουν τον εθισμό τους στην ηδονιστική πλευρά της ζωής, κι ας εγκλωβίζονται έτσι σε μια αέναη εφηβεία.

«Δεν μπορώ να μην ψωνίζω. Δεν γίνεται», λέει μια άλλη φίλη, ας την πούμε Πόπη. «Είναι εθισμός, πηγαίνω στο Mall και θέλω να κατεβάσω τα ράφια, να τα δοκιμάσω όλα, να δώσω την κάρτα μου και να τα πάρω σπίτι μου. Η ντουλάπα μου είναι γεμάτη με ρούχα που δεν φοράω ποτέ, αλλά δεν μπορώ να σταματήσω να αγοράζω διαρκώς καινούρια. Το τηλέφωνό μου στο σπίτι είναι μονίμως κατεβασμένο για να μην με πρήζουν από την τράπεζα -χρωστάω πολλά στην κάρτα. Έχω φεσώσει συγγενείς μέχρι και τρίτου βαθμού, το χαρτζιλίκι με το που το παίρνω φεύγει, ο μισθός το ίδιο».

Υπάρχουν πολλά πράγματα που μπορεί κανείς να καταλογίσει στην κοινωνία του υπερκαταναλωτισμού, και η ύπαρξη των χλιδάνεργων είναι ένα από αυτά. Αλλά δεν φταίνε οι τσάντες και τα παπούτσια αν η γυναίκα που τις ψωνίζει το κάνει με λεφτά που δεν έχει ή δεν έχει βγάλει με τον ιδρώτα της.

Ο σφιχτός-όσο-δεν-παίρνει εναγκαλισμός της ελληνικής οικογένειας, που αρνείται να αφήσει τα παιδιά της να ωριμάσουν, δημιουργεί σε συνδυασμό με όλες τις χαρές του lifestyle αυτούς τους αιώνιους εφήβους που προτιμούν να ζήσουν σήμερα ό,τι έχει να τους προσφέρει η ζωή (ο μπαμπάς), παρά να ταλαιπωρηθούν για να το απολαύσουν αύριο.

Ως στάση ζωής αυτή δεν είναι απολύτως καταδικαστέα. Αναρωτιέται όμως κανείς, όταν ο μπαμπάς (ζωή) πάψει να παρέχει, τι θα καταναλώσει ο χλιδάνεργος; Και, ακόμα χειρότερα: Τι θα καταναλώσουν τα παιδιά του;

Προς το παρόν οι χλιδάνεργοι εξακολουθούν να βγαίνουν, να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν, να πηγαίνουν σε interviews για δουλειές που δεν χρειάζονται, καθώς ο χρόνος περνά χωρίς συνέπειες. Θα έρθουν συνέπειες στο μέλλον; Έλα ντε.

Είδα τη Μαρία πρόσφατα, καλοντυμένη, αψεγάδιαστη, σε ακριβό εστιατόριο να τρώει με τον -πολύ μεγαλύτερο- φίλο της. Ήταν μια χαρά: Χαρούμενη, ξεκούραστη και, ενάμιση χρόνο μετά το τέλος των σπουδών της, ακόμα χλιδάνεργη.

Νομίζω ότι θα τα πάει μια χαρά.

Το άρθρο του Θοδωρή Γεωργακόπουλου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό NITRO. Έχει αναρτηθεί επίσης στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα Yupi.gr.

Thursday, October 18, 2007

Το 25% των Ελλήνων «ενηλικιώνεται» στα 30

Από τη Nεκταρiα Kαρακώστα και τον Γιώργο Τασούλα

Συναισθανόμενη την αδυναμία των νέων να αφήσουν τη θαλπωρή του πατρικού σπιτιού, η ιταλική κυβέρνηση προτίθεται να λάβει τα μέτρα της. Δεν θα επιστρατεύσει βέβαια τη εντυπωσιακή Sarah Jessica Parker, όπως έκανε το Hollywood για να βγάλει από το παιδικό του δωμάτιο τον «Τριαντάρη από σπίτι» Matthew Mc Conaughey.

Σχεδιάζει όμως να δώσει το χρηματικό κίνητρο των 1.000 ευρώ, ώστε τα «μεγάλα μωρά» -bamboccioni όπως χαρακτηριστικά τους αποκάλεσε ο υπουργός Οικονομικών της γειτονικής χώρας, Τομάσο Πάντοα-Σκιόπα- να κάνουν τα πρώτα βήματα προς την ουσιαστική ενηλικίωση, μακριά από την οικογενειακή εστία.

Τα πράγματα ωστόσο δεν είναι λιγότερο σοβαρά στη χώρα μας. Σε έρευνα που διεξήγαγε το Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών σε νέους μέχρι 30 ετών στο σύνολο της ελληνικής επικράτειας, προέκυψε ότι το 68% ζουν με τους γονείς τους τουλάχιστον μέχρι να παντρευτούν.

Εντυπωσιακά είναι και τα συμπεράσματα της ACNielsen που διεξάγει δύο φορές το χρόνο παγκόσμιες διαδικτυακές έρευνες σε 41 χώρες. Οι μισοί (53%) από τους 22.000 νέους που συμμετείχαν δήλωσαν ότι θεωρούν τη συγκεκριμένη τάση απολύτως φυσιολογική. Στην Ελλάδα την ίδια απάντηση δίνει το 55%, ποσοστό που απέχει αρκετά από το 64% των «πρωταθλητριών» χωρών.

Οι Ελληνες νέοι προτάσσουν ως βασική αιτία της αδυναμίας τους να ανοίξουν το δικό τους σπιτικό, το πολύ χαμηλό εισόδημα, που σε πολλές περιπτώσεις δεν ξεπερνά τα 700 ευρώ (56% των εργαζομένων μέχρι 30 ετών), σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος διαβίωσης. Οι ανάγκες τους μόλις και μετά βίας καλύπτονται από τα χρήματα που βγάζουν αδυνατώντας να συνεισφέρουν -σε σταθερή βάση- στα έξοδα του σπιτιού, ενώ αρκετές φορές φτάνουν στο σημείο να ενισχύονται από τον πατρικό προϋπολογισμό.

Σημαντικό είναι και το ποσοστό των νέων που λόγω των μακροχρόνιων σπουδών τους δεν μπαίνουν γρήγορα στην παραγωγική διαδικασία, με αποτέλεσμα να συντηρούνται οικονομικά από τους γονείς τους.

Oπως φανερώνουν τα στοιχεία, ένας στους τέσσερις νέους περιμένει να αρχίσει τη ζωή του μετά τα 30. Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι το 30% των παντρεμένων συνεχίζει να μένει με τους γονείς (ειδικά στην περιφέρεια), πράγμα που σημαίνει ότι ο οικογενειακός θεσμός στη χώρα μας εξακολουθεί να επιτελεί σημαντικές λειτουργίες, ακόμα και όταν οι νέοι προχωρούν στη δημιουργία δικής τους οικογένειας. Υ

πάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου τα παιδιά, συναισθηματικά εξαρτημένα από τους γονείς, μένουν μαζί τους, παρόλο που δεν αντιμετωπίζουν οικονομικό πρόβλημα, προς τέρψη των γονέων τους που ενθαρρύνουν αυτή την πρακτική, καθώς επιθυμούν να ασκούν έλεγχο πάνω τους.

Στον κόσμο

1 Iσπανία

Επιδότηση για την έξοδο των νέων από την οικογενειακή εστία και τη δημιουργία νέου, ανεξάρτητου σπιτικού, προωθεί η κυβέρνηση του Θαπατέρο. Οργισμένοι για την αδυναμία τους να συντηρήσουν το δικό τους σπίτι, καθώς οι τιμές των ενοικίων των διαμερισμάτων ισούνται με τους μισθούς τους, οι νεαροί Ισπανοί 25-35 έχουν βγει ακόμη και στο δρόμο διεκδικώντας «αξιοπρεπείς κατοικίες». Η ισπανική κυβέρνηση ήταν η πρώτη που υποσχέθηκε 210 € σε κάθε εργαζόμενο νέο, ο οποίος επιθυμεί να νοικιάσει σπίτι. Οκτώ στους δέκα Ισπανούς εργαζομένους ηλικίας 22-30 κερδίζουν λιγότερα από 22.000 € το χρόνο, τη στιγμή που το μηνιαίο ενοίκιο για ένα δυάρι στη Μαδρίτη αγγίζει τα 1.000 €.

2 Ιταλία
Η Ιταλία είναι πλέον παγκοσμίως γνωστή για τους περίφημους «mammoni» (μαμάκηδες), και όχι άδικα. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι η μέση ηλικία εγκατάλειψης του πατρικού στη γειτονική χώρα είναι τα 36 χρόνια. Χαρακτηριστικό είναι ότι το 43% εκείνων δε που αποφασίζουν τελικά να αποχωριστούν την οικογενειακή εστία, νοικιάζουν ή αγοράζουν σπίτι σε απόσταση μικρότερη του ενός μιλίου από το πατρογονικό, ενώ ένα 40%, λόγω σημαντικών οικονομικών δυσκολιών, επιστρέφει τελικά στο πατρικό για να τα «βγάλει πέρα».

3 Υπόλοιπη Ευρώπη
Η Βρετανία είναι μια από τις χώρες με τα μικρότερα ποσοστά νέων αρνούμενων να «πετάξουν μακριά από τη φωλιά», με τις σκανδιναβικές χώρες να διατηρούν -εδώ και χρόνια- σταθερά την πρωτιά. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Ερευνα Ποιότητας Ζωής (EQLS) μόλις το 10% των νέων 18-34 ετών στις Σκανδιναβικές χώρες μένουν με τους γονείς τους. Απο την άλλη σε χώρες όπως η Βρετανία το αντίστοιχο ποσοστό διαμορφώνεται στο 15-30%, παραμένοντας, ωστόσο, πολύ κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Παρ’ όλα αυτά, ολοένα και περισσότεροι στη Γηραιά Αλβιώνα μιλούν σήμερα για τη «γενιά που γύρισε στο σπίτι» (homecoming generation).

8 στους 10 Ιταλούς κάτω των 30 ετών εμφανίζονται απρόθυμοι να αποχωριστούν την οικογενειακή εστία. Σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε καθηγητής του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ, η αντίστοιχη αναλογία για τη Βρετανία είναι 1 προς 5 και για τις Ηνωμένες Πολιτείες 1 στους 4.

5 Καναδάς - ΗΠΑ
To ένα τρίτο των νεαρών ενηλίκων σε πολλές πόλεις του Καναδά (με «πρωταθλήτριες» το Χάλιφαξ, το Κάλγκαρι και το Τορόντο) μένουν με τους γονείς τους και αποταμιεύουν χρήματα για να αγοράσουν το δικό τους σπίτι. Η… απλησίαστη καναδική αγορά ακινήτων ευθύνεται, σύμφωνα με τους ειδικούς, για αυτό το φαινόμενο. Οι ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες είδαν τα ποσοστά των ατόμων ηλικίας από 18-34 που ζουν με τους γονείς τους να διπλασιάζονται. Σχεδόν 19 εκατομμύρια νέοι στις Ηνωμένες Πολιτείες ζουν ακόμη στο σπίτι των γονιών τους, κάτι που έχει αποδοθεί στο αυξημένο κόστος αγοράς αλλά και συντήρησης του δικού τους σπιτιού.

Βlog της «γενιάς των 700 ευρώ»
«Η γενιά των 700 ευρώ», η γενιά που ζει υπό τη δαμόκλειο σπάθη της ανεργίας και συντηρείται ακόμη από την οικογένειά της, όλοι αυτοί οι Ελληνες «συν-πλην 30» που παραμένουν «εγκλωβισμένοι» στην πατρική εστία, έχουν δημιουργήσει το δικό τους «σημείο συνάντησης» στο Ιντερνετ, στο ομώνυμο blog (http://g700.blogspot.com/).

Ανάλογη διαδικτυακή κίνηση υπάρχει και στην Ιταλία. Στη διεύθυνση http://www.generazione1000.com/project.htm%20συναντιούνται οι Ιταλοί «Milleuristi» (η γενιά των 1.000 ευρώ) για να διηγηθούν τις εμπειρίες και τις απογοητεύσεις τους, αλλά και να εκφράσουν τις ελπίδες τους. Αφορμή της δημιουργίας του blog υπήρξε το ομώνυμο bestseller στην Ιταλία, με ήρωα έναν 27χρονο που εργάζεται σε πολυεθνική του Μιλάνου και αγωνίζεται να επιβιώσει με € 1.028 το μήνα.

Για ποιό λόγο ζείτε με τους γονείς σας μετά την ηλικία των 30;

Η Nεκταρiα Kαρακώστα και ο Γιώργος Τασούλας είναι δημοσιογράφοι στην εφημερίδα Ελεύθερος Τύπος. Το άρθρο δημοσιεύτηκε την Πέμπτη 11-10-2007 στον ΕΤ.

Tuesday, October 16, 2007

Η Ευρώπη αυξάνεται αλλά δεν πληθύνεται

Από τον Γιάννη Δοδόπουλο

Φεύγοντας από το μαιευτήριο το βρέφος που θα γεννηθεί σήμερα σε οποιαδήποτε χώρα της Ευρώπης έχει περισσότερες παρά ποτέ πιθανότητες να γυρίσει στο σπίτι μιας μονογονεϊκής οικογένειας.

Αν πάλι είναι «τυχερό» και βρει και τους δύο γονείς του εκεί έχει αργότερα μία στις δυόμισι πιθανότητες να τους δει να χωρίζουν.

Το σίγουρο είναι ότι θα μεγαλώσει σε ένα κράτος με πολλούς παππούδες στα παγκάκια και λίγους συμμαθητές στις τάξεις.

Επίσης ότι θα υποχρεωθεί πιθανότατα να δουλεύει έως τα 70 του προκειμένου η ήπειρος των γερόντων να συντηρηθεί χωρίς κοινωνικές παρενέργειες.

Και όλα αυτά θα τα ζήσει εάν και εφόσον οι γονείς του αποφασίσουν να γεννηθεί.

Διότι στην Ευρώπη των «27», σύμφωνα με τα στοιχεία που για πρώτη φορά αναδεικνύει το «ινστιτούτο οικογενειακής πολιτικής» (IPFE), κάθε 25 δευτερόλεπτα γίνεται και μία έκτρωση, αριθμός που αντιστοιχεί σε 3,385 παιδιά την ημέρα ή 1.3 εκατομμύρια παιδιά το χρόνο που δεν γεννιούνται ποτέ.

Διαβαθμίσεις και εξαιρέσεις, ανά χώρα, βεβαίως και υπάρχουν. Όμως αυτή είναι η γενική εικόνα της ευρωπαϊκής οικογένειας σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης.

Οι γεννήσεις

Στο ένα τέταρτο αιώνα που μεσολάβησε από το 1980 έως σήμερα έγιναν στην Ευρώπη 690 χιλιάδες λιγότεροι γάμοι, παρότι το ίδιο χρονικό διάστημα ο πληθυσμός αυξήθηκε κατά 33 εκατομμύρια.

Ωστόσο ο γάμος παρέμεινε -καλώς ή κακώς- ο βασικός φορέας τεκνοποίησης στην Ελλάδα. Η χώρα μας εμφανίζει (μαζί με την Κύπρο και κατά δεύτερο λόγο την Ιταλία και την Ελβετία) ένα από τα χαμηλότερα ποσοστά γεννήσεων εκτός γάμου. Είμαστε η εξαίρεση σε μια Ευρώπη που ένα στα τρία παιδιά γεννιέται πλέον εκτός γάμου.

Αξίζει να δει κανείς ότι οι χώρες όπου εμφανίζεται η ισχυρότερη τάση για τεκνοποίηση εκτός γάμου ποικίλλουν, από τη Σουηδία του κοινωνικού κράτους έως τη Βουλγαρία του μετα-κομμουνιστικού χάους και της δημογραφικής παρακμής και τη Βρετανία ή τη Δανία των επιτυχημένων φιλελεύθερων μοντέλων.

Η γενική εικόνα της σύγχρονης ευρωπαϊκής οικογένειας θα μπορούσε συνοπτικά να περιγραφεί ως «περισσότερα νοικοκυριά σε μεγαλύτερα διαμερίσματα αλλά σε πιο άδεια -από παιδιά- σπίτια, με Ευρωπαίες που αποκτούν παιδί όλο και μεγαλύτερες».

Πράγματι ο σχετικός μέσος όρος έχει φτάσει τα 29 χρόνια, με τις Ισπανίδες να αποφασίζουν να γίνουν μητέρες στη μεγαλύτερη ηλικία από όλες τις γυναίκες της Ευρώπης.

Ανάλογη είναι και η τάση στη δημιουργία οικογένειας καθώς ήδη από το 2003 η μέση ηλικία γάμου στην Ευρώπη είναι 30 για τους άνδρες και 28 για τις γυναίκες. Σταδιακά το «γηραιά ήπειρος» θα γίνει κυριολεκτικός όρος.

Το 1980 στις πόλεις και τα χωριά της Ευρώπης οι φωνές των παιδιών ακούγονταν πιο δυνατά από τις μουρμούρες των γέρων. Σήμερα οι ηλικιωμένοι είναι κατά 500,000 περισσότεροι.

Ο νεανικός πληθυσμός (κάτω των 14 ετών) μειώνεται ραγδαία στην Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία, που έχει ήδη τη χειρότερη αναλογία νέων προς ηλικιωμένους (1 προς 7).

Υπάρχουν όμως και εξαιρέσεις: το οικονομικό θαύμα της Ιρλανδίας είχε θετικότατες δημογραφικές επιπτώσεις, αφού μαζί με την Κύπρο η Ιρλανδία έχει το μεγαλύτερο ποσοστό νέων (πάνω από 20%) στην ηλικιακή της δεξαμενή.

Οι ηλικιωμένοι

Αντίθετα Ελλάδα, Ιταλία και Γερμανία είναι οι χώρες με το μεγαλύτερο μερίδιο ηλικιωμένων κατοίκων: ένας στους πέντε είναι ήδη άνω των 65.


Η δημογραφική ανατομία της Ευρώπης
-η ηλικιακή πυραμίδα έγινε ρόμβος-

Η ηλικιακή σύνθεση του πληθυσμού της Ευρώπης έχει μεταβάλει το αντίστοιχο γράφημα από πυραμίδα σε ρόμβο, αφού οι κοόρτεις που αντιστοιχούν στις μεγάλες ηλικίες αυξάνονται ενώ εκείνες που αποτυπώνουν τις μικρές ηλικίες μειώνονται δραματικά.

Για την ανανέωση του πληθυσμού «απαιτούνται» 2.1 γεννήσεις ανά γυναίκα. Οι ΗΠΑ εμφανίζονται δυναμικότερες με ποσοστά που σχεδόν ακουμπούν την ως άνω αναλογία, ενώ η Ευρώπη υπολείπεται σημαντικά με μόλις 1.37 γεννήσεις ανά γυναίκα.

Αυτό που σήμερα αποτελεί την «Ευρώπη των 27» και ξεπερνά κατά 193 εκατομμύρια τις ΗΠΑ θα αρχίσει να φθίνει πληθυσμιακά ωσότου το 2060 συναντήσει -στα 451 εκατομμύρια- τον πληθυσμό των ΗΠΑ, που παρουσιάζει σταθερά αυξητική τάση.

Μια από τις αιτίες της υπογεννητικότητας είναι ο οικογενειακός προγραμματισμός: η έρευνα, με σαφώς εχθρική στάση απέναντι στις αμβλώσεις, τις χαρακτηρίζει την πρώτη αιτία θανάτου στην Ευρώπη, μπροστά από τις αυτοκτονίες, τα αυτοκινητικά δυστυχήματα και τους θανάτους από ναρκωτικά, AIDS και αλκοόλ.

Το δημογραφικό οδηγός για το ασφαλιστικό

Τα πορίσματα για την Ελλάδα είναι επίσης ζοφερά καθώς επιβεβαιώνουν ως επιτακτική την ανάγκη επίλυσης του ασφαλιστικού (και) για δημογραφικούς λόγους. Ο πληθυσμός της χώρας παρουσιάζει αρνητικό πρόσημο φυσικής αύξησης και θα εξακολουθήσει να πορεύεται έτσι. Πληθαίνουμε πλέον μόνο χάρη στην εισροή μεταναστών.

Και εδώ ανοίγει ένα ακόμη ζήτημα: τι είδους μετανάστες θέλουμε;

«Η πρόκληση είναι να έχουμε μετανάστες ικανούς για την αντιμετώπιση ειδικών ελλείψεων», έχει πει ο αρμόδιος επίτροπος για θέματα δικαιοσύνης και ασφάλειας Φράνκο Φρατίνι (Franco Frttini), βλέποντας για παράδειγμα ότι το 50% των μεταναστών από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή που έχουν πτυχίο πανεπιστημίου είναι εγκατεστημένοι (βλέπε, προτιμούν) στις ΗΠΑ και τον Καναδά, ενώ το 85% των μεταναστών που «φιλοξενεί» η Ευρώπη δεν έχει κάνει ανώτερες σπουδές.

Στην ουσία δεν λέει κάτι διαφορετικό από ό,τι τόσα χρόνια τώρα διατυπώνουν φιλελεύθεροι (και όχι νέο-συντηρητικοί) πολιτικοί στις ΗΠΑ: ανοιχτή ήπειρος, αλλά με «χρήσιμους» μετανάστες.

Η Ευρώπη δεν δείχνει στο σύνολό της έτοιμη να αναστρέψει την εικόνα.

Ξοδεύει λίγα για την οικογένεια, αφού για κάθε 13 ευρώ κοινωνικής δαπάνης μόνο το ένα πηγαίνει σε πολιτικές προστασίας της οικογένειας, την ίδια στιγμή που οι δαπάνες για την τρίτη ηλικία και την υγεία αυξάνονται.

Όσο για τα επιδόματα των προστατευόμενων τέκνων, οι διαφορές από χώρα σε χώρα είναι τεράστιες.

Ενισχύσεις που δίνουν τα κράτη-μέλη στην οικογένεια

Μια οικογένεια με δύο παιδιά στο Λουξεμβούργο δικαιούται μηνιαίο επίδομα 687 ευρώ για να τα μεγαλώσει και με τρία παιδιά 1,521 ευρώ. Στην Ελλάδα του... κοινωνικού κράτους και των... κεκτημένων, το ποσόν που αντιστοιχεί ως επίδομα δύο τέκνων είναι... 33 ευρώ.

Είπαν...

«Θα ήταν ιδανικό στην Ευρώπη να έμπαιναν οι καλύτεροι μετανάστες με τις πιο χρήσιμες δεξιότητες, με τάχιστη απορρόφηση στις αγορές εργασίας και ομαλή κοινωνική ενσωμάτωση. Οι Αμερικανοί το κατάφεραν κλείνοντας τα νότια σύνορά τους. Οι Ιταλοί (κάποτε) πυροβολώντας στα πλοία. Τέτοια Ευρώπη όμως θέλουμε;»

Ήρα Έμκε-Πουλοπούλου
Μέλος ακαδημίας επιστημών Νέας Υόρκης

«Οι μετανάστες έχουν αποδειχθεί οικονομικά πολύτιμοι σε όλη την Ευρώπη. Η Ελλάδα δεν είναι έτοιμη για "υψηλής ποιότητας" μετανάστες, αφού θα λειτουργούσαν ανταγωνιστικά στην εγχώρια αγορά και ίσως είχαν αρνητικές επιπτώσεις στην απασχόληση»

Δέσποινα Παπαδοπούλου
Επίκουρη καθηγήτρια κοινωνικής πολιτικής
Πάντειο πανεπιστήμιο


Οι αριθμοί
33.1%: Το ποσοστό των παιδιών (που αντιστοιχεί σε 1,893,000 παιδιά) που γεννιούνται σήμερα ετησίως εκτός γάμου
2.3:1: Η αναλογία γάμων προς διαζύγια σήμερα. Το 1980 ήταν 5:1
690,000 λιγότεροι γάμοι έγιναν το 2007 σε σχέση με το 1980

O Γιάννης Δοδόπουλος είναι συντάκτης του «Ελευθέρου Τύπου». Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον ΕΤ το Σάββατο 13-10-2007.

Monday, October 15, 2007

Blog Action Day

Η φετινή 15η Οκτωβρίου έχει οριστεί ως Παγκόσμια Ημέρα Κινητοποίησης των bloggers για το περιβάλλον. Στα πλαίσια της σημερινής ημέρας, bloggers από όλη την υφήλιο αναρτούν κείμενα στα προσωπικά τους ιστολόγια καθώς και την ειδική ιστοσελίδα blogactionday με στόχο να προειδοποιήσουν και να ευαισθητοποιήσουν την κοινή γνώμη για την περιβαλλοντική απειλή που αντιμετωπίζει ο πλανήτης.

Δεν χωρά αμφιβολία ότι όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν τον κίνδυνο που θέτει στη ζωή των σημερινών αλλά και των μελλοντικών γενεών η συνεχιζόμενη περιβαλλοντική υποβάθμιση. Δεν φτάνει όμως να περιγράφουμε το πρόβλημα. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε για να το λύσουμε;

Στην Ελλάδα, κυρίως ως αντανακλαστική αντίδραση στις ακραίες πυρκαγιές του καλοκαιριού, παρατηρείται μια σημαντική δραστηριοποίηση για θέματα οικολογίας τόσο από την κοινωνία των πολιτών όσο και από τον Τύπο και την τηλεόραση (SKAI).

Ήδη η έξαρση περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης έχει οδηγήσει σε δύο μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας στο Σύνταγμα, ενώ συνέβαλε τα μέγιστα στην εκλογική πριμοδότηση κομμάτων με διακριτή οικολογική ατζέντα, όπως οι Οικολόγοι Πράσινοι και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Όμως, η διοχέτευση της αγανάκτησης των πολιτών σε μαζικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας καθώς και η ψήφος στα μικρά κόμματα από μόνα τους δεν αρκούν. Ως Έλληνες, στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, εξακολουθούμε να είμαστε εξαιρετικά ανεύθυνοι ατομικά και επικίνδυνα αδρανείς συλλογικά.

Τη στιγμή που η φύση μας στέλνει ιδιαίτερα ανησυχητικά μηνύματα μέσω των ακραίων καιρικών φαινόμενων, τη μόλυνση των υπόγειων υδάτων και ποταμών και τη καταστροφή του δασικού μας πλούτου, εμείς εξακολουθούμε να μην ανακυκλώνουμε σχεδόν τίποτα, καταπατούμε τις δασικές εκτάσεις, πετάμε τα σκουπίδια στο δρόμο και σε παράνομες χωματερές, εκσφενδονίζουμε έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου μας τα τσιγάρα, ηχορυπαίνουμε.

Κι επειδή δεν αλλάζουμε ως άτομα δυσκολευόμαστε επίσης να αλλάξουμε ως κοινωνία.

Σε προηγούμενο post με τίτλο «Εάν το Μέλλον είχε φωνή» είχαμε προτείνει τη σύναψη μιας οικολογικής διαγενεακής συμφωνίας, ενός περιβαλλοντικού συμβολαίου μεταξύ των γενεών, όπου θα δεσμευτούμε όλοι για την επίτευξη συγκεκριμένων μετρήσιμων περιβαλλοντικών στόχων.

Μέχρι το 2020 μπορούμε να δεσμευτούμε ότι θα:
  • έχουμε μειώσει κατά 30% τις εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου
  • παράγουμε το 20% της ενέργειας που χρειαζόμαστε από ανανεώσιμες πηγές
  • έχουμε αντικαταστήσει τη βενζίνη και το ντίζελ σε ποσοστό 10% από πιστοποιημένα οικολογικά βιοκαύσιμα
  • είμαστε σε θέση να λειτουργούμε εξοικονομώντας το 20% της απαιτούμενης ενέργειας
  • ανακυκλώνουμε το 80% του βάρους των απορριμμάτων συσκευασίας (πάνω από 55% μέχρι το τέλος του 2008 σύμφωνα με την οδηγία 2004/12/ΕΚ).

Ταυτόχρονα πρέπει να δεσμευτούμε ότι μέσα στα επόμενα χρόνια και μέχρι το 2010 θα:

  • προχωρήσουμε σε συγκεκριμένα μέτρα εξοικονόμησης ενέργειας στα κτίρια του δημοσίου
  • ενσωματώσουμε πλήρως όλες τις κοινοτικές οδηγίες και τους διεθνείς κανόνες στο εσωτερικό δίκαιο: Συνθήκη του Κιότο, οδηγία 2002/88ΕΚ και 2004/26/ΕΚ σχετικά με τον περιορισμό της εκπομπής αερίων και σωματιδίων ρύπων, οδηγία 2006/60/ΕΚ για τους υδάτινους πόρους, οδηγία 2005/35/ΕΚ για τη ρύπανση της θάλασσας από πλοία.
  • ολοκληρώσουμε και θα καταθέσουμε χάρτες θορύβου όχι μόνο για αστικές περιοχές άνω των 250 χιλιάδων κατοίκων όπως επιτάσσει η ΕΕ, αλλά και μικρότερων.
  • ενισχύσουμε τον κανονισμό REACH για τη χημική βιομηχανία
  • ολοκληρώσουμε επιτέλους τον χωροταξικό σχεδιασμό.

Την πρόταση αυτή επαναφέρουμε και σήμερα στο πλαίσιο των δραστηριοτήτων που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως για το blogactionday.

Sunday, October 14, 2007

Χαριστικές ρυθμίσεις; Φτάνει πια!

Την Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2007 το Υπουργείο Απασχόλησης κατέθεσε αιφνιδιαστικά στη Βουλή τροπολογία, σύμφωνα με την οποία παρατείνεται η ισχύς παλαιότερης ρύθμισης χρεών εταιρειών προς το ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, τον Οργανισμό Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών (ΟΑΕΕ) και τα ταμεία Πρόνοιας Δικηγόρων και Συμβολαιογράφων.

Η εν λόγω ρύθμιση προβλέπει μείωση των προστίμων των επιχειρήσεων κατά 80% στην εφάπαξ πληρωμή των ασφαλιστικών οφειλών ή μείωση των προστίμων κατά 50% σε περίπτωση τμηματικής καταβολής των χρεών σε 96 άτοκες δόσεις.

Πρόκειται για το τρίτο κατά σειρά «ασφαλιστικό ρουσφέτι» της Κυβέρνησης ΝΔ προς τις μικρομεσαίες κυρίως εταιρείες (11 παρόμοιες ρυθμίσεις έγιναν επί ΠΑΣΟΚ), με τη δικαιολογία ότι έτσι διευκολύνεται το πρόβλημα ρευστότητας των εν λόγω επιχειρήσεων και κατ’ επέκταση αποφεύγεται ο κίνδυνος να γίνουν απολύσεις προσωπικού.

Την ώρα όμως που ξεκινάει ο διάλογος για το ασφαλιστικό, δεν υπάρχει μεγαλύτερη πολιτική ανοησία, από την κατάθεση της συγκεκριμένης τροπολογίας.

Η χαριστική ρύθμιση των οφειλών των επιχειρήσεων προς τα ταμεία δυναμιτίζει το ήδη εύθραυστο κλίμα του διαλόγου, προκαλώντας τις έντονες αντιδράσεις τόσο των εργατικών συνδικάτων όσο και του ΣΕΒ.

Αυτό όμως είναι το λιγότερο.

Η ρύθμιση, η παράταση της οποίας αποφασίστηκε στο τέλος της βδομάδας για να μην υπάρχει περιθώριο άμεσης κοινοβουλευτικής αντίδρασης, είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας κοινωνικά άδικης και αναποτελεσματικής πολιτικής πρακτικής που ακολουθείται εδώ και χρόνια απ’ όλες ανεξαιρέτως τις μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις: τη συστηματική ευνοιοκρατία μέσα από χαριστικές και αναδρομικές ρυθμίσεις της εκάστοτε κυβέρνησης προς ημετέρους και ειδικά συμφέροντα.

Αν και ο διπλός στόχος τέτοιων πολιτικών είναι να βοηθήσουν τις προβληματικές επιχειρήσεις και ταυτόχρονα να παρέχουν άμεσα ρευστό στο ασφαλιστικό σύστημα, το μόνο που πετυχαίνουν είναι να αυξάνουν την εισφοροδιαφυγή, δημιουργώντας προσδοκίες για εξαίρεση από τους θεσμοθετημένους κανόνες ασφάλισης και ενθαρρύνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τις παραβατικές συμπεριφορές.

Ταυτόχρονα δεν αντιμετωπίζουν μακροπρόθεσμα το πρόβλημα ρευστότητας που απασχολεί τις ελληνικές μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Αυτό άλλωστε προϋποθέτει άλλες προσεγγίσεις με κυριότερη τη διευκόλυνση της πρόσβασης των εταιρειών σε χρηματοδοτικούς πόρους μέσα από τη δημιουργία στοχευμένων χρηματοδοτικών εργαλείων.

Τελικά, τα κυβερνητικά ρουσφέτια συντηρούν την ελληνική μικροεπιχειρηματικότητα της εκτεταμένης παρανομίας, της εισφοροδιαφυγής, της φοροδιαφυγής, και της αδήλωτης εργασίας. Αυτήν ακριβώς την μικροεπιχειρηματικότητα που δημιουργεί τη γενιά των 700 ευρώ. Φτάνει πια!

Wednesday, October 10, 2007

Το ΠΑΣΟΚ στο χρονοντούλαπο της ιστορίας;

Το 1981 ο Ανδρέας Παπανδρέου κάλεσε τους Έλληνες να απαλλαγούν από τη «βεβαρημένη και επάρατο Δεξιά». Τέσσερα χρόνια μετά, το 1985, διακήρυξε τον «τερματισμό του πολιτικού της βίου» και την οριστική τοποθέτησή της «στο χρονοντούλαπο της ιστορίας».

Κατάφερε τότε μια στρατηγική νίκη επί του αντιπάλου. Έκτοτε και για είκοσι συναπτά έτη το ΠΑΣΟΚ ηγεμόνευσε πολιτικά και ιδεολογικά στον ελλαδικό χώρο συνδέοντας την κυριαρχία του με την οικονομική και κοινωνική εξέλιξη της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι μετά από 25 περίπου χρόνια, το χρονοντούλαπο της ιστορίας θα πρόβαλε απειλητικά, αυτή τη φορά για το ΠΑΣΟΚ; Πράγματι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο σημερινός Πρωθυπουργός της ΝΔ, κύριος Κώστας Καραμανλής, επιχειρεί να βάλει το «σύστημα ΠΑΣΟΚ», όπως έλεγε το 2004, στο περιθώριο. Μέχρι στιγμής τα καταφέρνει, προβάλλοντας συστηματικά την εικόνα του φθαρμένου πολιτικού προϊόντος για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Στην προσπάθειά του αυτή δεν είναι μόνος. Βρίσκει καθημερινά ένθερμους υποστηρικτές στις τάξεις της αντίπαλης πλευράς. Δεν είναι μόνο η κρίση στελεχών που μαστίζει το ΠΑΣΟΚ και η ύποπτη στάση του παραταξιακού Τύπου, ούτε φταίει αποκλειστικά η αδυναμία του Προέδρου να μετατρέψει τις σοσιαλ-φιλελεύθερες πολιτικές του αναφορές σε ευρηματικά συνθήματα, συμπαγή προγραμματικό λόγο και μάχιμο οργανωτικό σχήμα.

Είναι κυρίως ότι το οργανωμένο ΠΑΣΟΚ αδυνατεί ν’ αποβάλει την εικόνα του κόμματος-καθεστώς που κυβέρνησε τη χώρα για μια εικοσαετία.

Το πρόβλημα πηγάζει από το γεγονός ότι επιμένει να αναλύει τη σύγχρονη κοινωνία μέσα από το πρίσμα ενός ηρωικού, όμως πλέον μακρινού παρελθόντος. Ως αποτέλεσμα αμφιταλαντεύεται διαρκώς ανάμεσα σε σύγχρονες και παραδοσιακές σοσιαλιστικές θέσεις, βολεύεται στην ασφάλεια που του προσφέρει η ταύτιση με τους συμμάχους του στο κράτος και τον αδιέξοδο συνδικαλισμό, δεν τολμάει να ξεφύγει από τα τετρημένα.

Το κόμμα δείχνει σα να έχει πάψει από καιρό να λαμβάνει τα μηνύματα της κοινωνίας. Ακόμα κι όταν το κάνει τα ερμηνεύει άτολμα ή μυωπικά, όπως για παράδειγμα πράττει με το πρόβλημα της γενιάς των 700 ευρώ. Ναι μεν έχει καλύψει πλήρως το φλέγον αυτό ζήτημα σε επίπεδο διακήρυξης καλών προθέσεων -και μπράβο του-, όμως αποφεύγει να πει τι ακριβώς θα κάνει για να βελτιώσει στην πράξη τη ζωή της νέας γενιάς. Αυτό το θολό τοπίο υπάρχει και σε μια σειρά από άλλους καίριους τομείς της δημόσιας ζωής, την οικονομία, τη δημόσια διοίκηση, την υγεία, ακόμα και τον άλλοτε προνομιακό του χώρο, την εξωτερική πολιτική.

Ως αποτέλεσμα οι πολίτες ερμηνεύουν το ΠΑΣΟΚ ως δύναμη συντήρησης και διατήρησης του status quo παρά ως προοδευτικό κίνημα αλλαγών όπως θα ήθελε και πρέπει να είναι.

Ο ορατός λοιπόν κίνδυνος από τη σημερινή κρίση είναι το «σύστημα ΠΑΣΟΚ», όπως κάποτε έπαθε η «βεβαρημένη και επάρατος Δεξιά», να μπει με τη σειρά του στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Ένας τρόπος υπάρχει για να αποφευχθεί μια τέτοια εξέλιξη. Ο δρόμος που διάλεξαν πριν από 15 χρόνια οι Νέοι Δημοκρατικοί στις ΗΠΑ, οι Νέοι Εργατικοί στο Ηνωμένο Βασίλειο, και τα σκανδιναβικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Δημιουργική καταστροφή της παλιάς τάξης πραγμάτων, αξιοποίηση νέων δυνάμεων, και επιδίωξη μιας νέας ίδρυσης που θα το εκτινάξει ξανά νικηφόρα στο ΚΕΝΤΡΟ της πολιτικής ζωής. Διαφορετικά το χρονοντούλαπο φαντάζει αναπόφευκτο.

Monday, October 8, 2007

Μεταρρυθμίσεις ή το χρέος στο 436% του ΑΕΠ το 2050

Της Ελευθερίας Αρλαπάνου

Χρέος που θα ανέλθει στο 436% του ΑΕΠ (!) το 2050 εξαιτίας της γήρανσης του πληθυσμού, εάν συνεχιστεί η πολιτική που ακολουθείται τώρα και δεν προωθηθούν μεταρρυθμίσεις, «βλέπει» για την Ελλάδα ο διεθνής οίκος αξιολόγησης της πιστοληπτικής ικανότητας της οικονομίας «Standard and Poors» (S&P), συστήνοντας, εμμέσως πλην σαφώς, το άνοιγμα και την επίλυση του ασφαλιστικού.

Με μελανά χρώματα περιγράφει και τις πιθανές εξελίξεις στο «μέτωπο» των ελλειμμάτων που θα μπορούσαν να εκτιναχθούν έως και στο 12% του ΑΕΠ έως το 2050, εάν δε μεταβληθούν οι υφιστάμενες πολιτικές, ως αποτέλεσμα των αυξημένων δανειακών αναγκών.

Γήρανση

Η S&P προειδοποιεί ότι με τις τρέχουσες πολιτικές το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ ενδέχεται να υπερβεί έως το 2050 το 300% σε επτά οικονομίες, με την Ελλάδα να «ηγείται», καθώς εκτιμάται ότι εάν δεν αλλάξει κάτι θα δει το χρέος της να εκτινάσσεται στο 436% του ΑΕΠ έως το 2050.

Σε έκθεσή του ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι «τα δημόσια οικονομικά των περισσότερων χωρών θα εμφανίσουν επιδείνωση, στο επόμενο μισό του αιώνα, ως αποτέλεσμα των δημογραφικών αλλαγών, εκτός και εάν αυτές αντισταθμιστούν από πολιτικές δημοσιονομικής προσαρμογής ή από μεταρρυθμίσεις στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και στο σύστημα των σχετικών δαπανών».

Όπως αναφέρει, σε αρχική φάση η πίεση επί των δημοσίων οικονομικών από τη γήρανση του πληθυσμού θα είναι μέτρια.

Από τα μέσα όμως της επόμενης δεκαετίας η επιβάρυνση θα εντείνεται επιδεινώνοντας τους δημοσιονομικούς δείκτες.

Εκτιμά ότι τα ελλείμματα μίας «τυπικής», για το δείγμα που χρησιμοποιεί, χώρας θα αυξηθεί υψηλότερα του 4% του ΑΕΠ έως το 2025, υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υπάρξουν αλλαγές στην πολιτική.

Το επιτοκιακό κόστος από τις νέες δανειακές ανάγκες που θα προκύψουν αναμένεται να εντείνει την πίεση στις δαπάνες από τη γήρανση του πληθυσμού και τα ελλείμματα θα αυξηθούν ακόμη και στο 6% του ΑΕΠ το 2030 και σε περισσότερο από 12% έως το 2050.

Χρέος

Έως το 2035 το χρέος θα υπερβεί το 80% και έως το 2050 σε επτά χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης, θα υπερβεί το 300% έως το 2050.

Η S&P εξηγεί ότι το σενάριο που περιγράφει δε συνιστά πρόβλεψη, αλλά μια προσομοίωση με στόχο να επισημάνει τη σημασία των δαπανών από τη γήρανση του πληθυσμού στις αξιολογήσεις των οικονομιών.

Η Ελευθερία Αρλαπάνου είναι οικονομική συντάκτης της εφημερίδας «Ημερησία». Το άρθρο δημοσιεύτηκε στις 20 - 9 - 2007.

Thursday, October 4, 2007

Η ψήφος μιας μαγκωμένης κοινωνίας

Από τον Γιάννη Βούλγαρη,

"Πολλές μετακινήσεις ψηφοφόρων χωρίς κυρίαρχο πολιτικό ρεύμα. Δηλαδή κοινωνία προβληματισμένη με το πολιτικό σύστημα, τιμωρητική προς τα κόμματα εξουσίας, ψήφο αμηχανίας παρά διαμαρτυρίας προς τα μικρότερα.

Κρίση αντιπροσώπευσης; Μπορούμε να πούμε και το αντίθετο. Τα κόμματα αντιπροσώπευσαν πιστά μια "μαγκωμένη κοινωνία". Δηλαδή, μια κοινωνία χωρίς κατεύθυνση, σε ασταθή ισορροπία αφού το παλιό δεν λειτουργεί αποτελεσματικά και το καινούργιο δεν έχει επαρκή δυναμική."


Είναι γεγονός ότι οι εκλογές έγιναν σε έκτακτες συνθήκες, επομένως και το αποτέλεσμα μπορεί να είναι αναστρέψιμο. Μερικές φορές όμως το γεγονός δημιουργεί ιστορία, δρομολογεί εξελίξεις με μόνιμες επιπτώσεις ακόμα και αν ξεκίνησε από τυχαίες περιστάσεις. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη θα καθοριστεί πρωτίστως από την διέξοδο που θα δοθεί στην κρίση του ΠΑΣΟΚ και του ευρύτερου κεντροαριστερού χώρου.

Σοσιαλιστικό πανόραμα
Πέρα από το πρόβλημα ηγεσίας, όλοι οι σχολιαστές τοποθέτησαν την κρίση του ΠΑΣΟΚ στο ευρύτερο πλαίσιο της στρατηγικής αμηχανίας του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού: πώς συνδυάζεται η οικονομική αποτελεσματικότητα με την κοινωνική δικαιοσύνη στην εποχή της παγκοσμιοποίησης;

Ορθώς. Θα πρέπει όμως να συμπληρώσουμε ότι το πανόραμα της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς παρουσιάζει αρκετή ποικιλία τόσο ως προς τις κυβερνητικές επιδόσεις όσο και ως προς τις εκλογικές. Αλλιώς πήγε ο κεντροευρωπαϊκός σοσιαλισμός ή ο νοτιοευρωπαϊκός, αλλιώς ο σκανδιναβικός ή ο αγγλοσαξονικός.

Δεν βρισκόμαστε δηλαδή ενώπιον ενός γενικευμένου συντηρητικού πολιτικού- εκλογικού κύκλου και αν υπάρχει κάποια γενικότερη τάση, αυτή είναι μάλλον η δυσανεξία προς τα πολιτικά- κομματικά συστήματα που εκδηλώνεται με διαφορετικούς και εν πολλοίς συγκυριακούς τρόπους σε κάθε χώρα. Άλλοτε με κορυφώσεις και άλλοτε με υφέσεις.

Το στρατηγικό πρόβλημα του ευρωπαϊκού σοσιαλισμού πρέπει να χωριστεί σε δύο συνιστώσες. Από τη μια, η κοινή πρόκληση της παγκοσμιοποίησης που ασκεί ομόρροπες πιέσεις περιορισμού των επιλογών στις εθνικές πολιτικές. Από την άλλη, η διαφορετική ικανότητα με την οποία τα εθνικά οικονομικοπολιτικά συστήματα ανταποκρίνονται στην πρόκληση. Ικανότητα που εμπεριέχει τη μικρή ή μεγάλη, θετική ή αρνητική συμβολή των αριστερών κομμάτων, αλλά εξαρτάται από πολυάριθμους άλλους παράγοντες.

Η πρώτη συνιστώσα εξηγεί την κοινότητα των προβλημάτων, η δεύτερη τη διαφορετικότητα των απαντήσεων και των επιδόσεων. Έτσι π.χ., ακολουθώντας η καθεμιά τον δικό της δρόμο, η Σκανδιναβία, η Βρετανία ή η Ισπανία, μπορούν να αξιολογηθούν θετικά, σε αντίθεση με την Ιταλία ή τη Γαλλία. Μπορεί λοιπόν να μην υπάρχει ένα ενιαίο και σαφώς διακριτό «σοσιαλιστικό μοντέλο», αλλά υπάρχουν εθνικές «πετυχημένες ιστορίες» που φέρουν ευδιάκριτα τη σφραγίδα των σοσιαλιστικών κομμάτων.

Η επιτυχία δεν σημαίνει και μακροημέρευση στην εξουσία. Οι σοσιαλδημοκράτες δύο σαφώς πετυχημένων χωρών, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, έχασαν τις εκλογές χωρίς οι επόμενες συντηρητικές κυβερνήσεις να αλλάξουν ρότα.

Η Ελλάδα ανήκει ασφαλώς στις «πετυχημένες ιστορίες» της δεκαετίας του ΄90. Η επιτυχία ήταν κυρίως κυβερνητική. Άλλαξε το κλίμα εθνικής παρακμής, εντάχθηκε στο ευρώ αυξάνοντας ταυτόχρονα τους πραγματικούς μισθούς, έδωσε επιτυχείς απαντήσεις στα εθνικά θέματα. Το έλλειμμα ήταν κυρίως πολιτικό- ιδεολογικό. Το εργαλείο διαμεσολάβησης μεταξύ κυβερνητικής πολιτικής και κοινωνίας ήταν ένα αποστεωμένο από την καθεστωτική νοοτροπία κόμμα, ανίκανο να μιλήσει άλλη γλώσσα από εκείνη της «από τα πάνω» διοίκησης. Το «νέο ΠΑΣΟΚ» της αντιπολίτευσης δεν μπόρεσε να αλλάξει τη νοοτροπία, αλλά προσέθεσε την αποσάθρωση.

Η Οικονομία
Και η οικονομία; Το παραγωγικό σύστημα εκμεταλλεύτηκε το νέο μακροοικονομικό, γεωπολιτικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον πραγματοποιώντας εντυπωσιακά βήματα εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης, αλλά με εμφανή επίσης όρια. Το δυναμικό ανταγωνιστικό τμήμα της παραγωγικής βάσης παραμένει στενό, ενώ το συνολικό σύστημα κινείται συγκριτικά με τις άλλες αναπτυγμένες χώρες, σε χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό επίπεδο.

Η περιορισμένη βάση και δυναμική αντανακλάται και μεταφράζεται σε πρόβλημα της μισθωτής εργασίας, ιδίως των νέων. Φτηνή εργατική δύναμη, χαμηλοί μισθοί, εργασιακή ανασφάλεια, δυσκολία εισόδου στην αγορά εργασίας ή από την άλλη, ιδιαίτερα εντατικοί ρυθμοί και λίγος ελεύθερος χρόνος.

Η εργασία φαίνεται ότι αποτελεί τη «σκοτεινή όψη» της προσαρμογής του σημερινού μοντέλου ανάπτυξης στο νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Αφημένο στη δική του μόνο δυναμική, το επιχειρηματικό σύστημα της Ελλάδας δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτές τις ανάγκες. Το δυναμικό του τμήμα είναι περιορισμένο, ενώ στο πέλαγος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και της αυτοαπασχόλησης, η ειδικευμένη εργασία δημιουργεί την επιχειρηματικότητα, παρά η επιχειρηματικότητα την απασχόληση.

Κρυμμένος κοινωνικός δυϊσμός
Υπ΄ αυτές τις συνθήκες, επωάζονται καταστάσεις και δυναμικές έντονου κοινωνικού δυϊσμού. Κάποια στρώματα κινούνται ανοδικά ή αναπαράγουν την προνομιακή κοινωνική τους θέση, καθώς έχουν ήδη τις προϋποθέσεις να εκμεταλλευτούν τις ευκαιρίες του διεθνούς ανταγωνισμού. Ή απλώς τις παθογένειες του συστήματος όπως δείχνουν οι κληρονομικές «κάστες» που έχουν διαμορφωθεί σε διάφορους επαγγελματικούς χώρους (πολιτική, πανεπιστήμιο, μέσα μαζικής ενημέρωσης κ.λπ.).

Την ίδια όμως στιγμή, ευρέα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να εγκλωβίζονται στην παγίδα της χαμηλής παραγωγικότητας, της φτηνής εργατικής δύναμης και της απουσίας προοπτικής ανόδου.

Δεν ζούνε μια κατάσταση στέρησης και αποκλεισμού. Η κατάστασή τους δεν καταγράφεται αναγκαστικά ως αύξηση της κοινωνικής ανισότητας, ούτε συλλαμβάνεται από τους αντίστοιχους δείκτες.

Πρόκειται για ανισότητες προοπτικής, για ανισότητες ευκαιριών, για μπλοκάρισμα της ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας ή για κυριολεκτική κοινωνική κάθοδο. Η συνεχής αύξηση του εθνικού εισοδήματος και του βιοτικού επιπέδου των οικογενειών συγκαλύπτει τον κοινωνικό δυϊσμό και μετριάζει τις επιπτώσεις. Χωρίς όμως να δίνει πραγματική διέξοδο, καθώς καταναλώνει συνήθως από τα έτοιμα.

SMS και 700 ευρώ

Το κοινωνικό «προφίλ» που ενσαρκώνει όλη αυτή την αντίφαση, είναι οι νέοι της πρόσκαιρης απασχόλησης των 700 ευρώ, που ζουν σε προχωρημένη ηλικία στο γονεϊκό σπίτι, κάνοντας μια ζωή πάνω από τις αποδοχές τους, αλλά κάτω από τη δυνατότητα να σταθούν αυτόνομα εκτός οικογένειας. Η επικοινωνιακή δεξιοσύνη του Α. Αλαβάνου κατέγραψε αυτή την κοινωνική κατάσταση ως νέο ριζοσπαστισμό. Μπορεί όμως να εικονογραφεί πιστότερα μια «μαγκωμένη κοινωνία», ένα μείγμα συντηρητισμού και υποφώσκουσας οργής.

Oπωσδήποτε όμως, χρήσιμη αφετηρία για τον αναστοχασμό μιας σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής της προοδευτικής παράταξης. Η αναδιανομή και η αριστερή στροφή δεν γίνεται με την πελατειακή- εκλογική «ενίσχυση» των αδύναμων στρωμάτων, σαν αυτή που ζήσαμε στην προεκλογική περίοδο όταν έπεφταν βροχή από τα πάνω οι παροχές.

Με κάτι τέτοια ο κόσμος εξομοιώνει τα δύο κόμματα εξουσίας. Η κοινωνική δικαιοσύνη και η ουσιαστική αναδιανομή περνάει σήμερα μέσα από την αναδιανομή των δυνατοτήτων. Η προοδευτική παράταξη και κυρίως το ΠΑΣΟΚ στην αρχική περίοδο της μεταπολίτευσης εξέφρασαν την κοινωνική ανοδικότητα των μεσαίων και των λαϊκών στρωμάτων μέσω του κρατικού μεταρρυθμισμού.

Όταν η πολιτική αυτή τελμάτωσε, το ΠΑΣΟΚ δημιούργησε τις μακροοικονομικές και γεωπολιτικές συνθήκες μιας νέας ανάπτυξης και κοινωνικού δυναμισμού χάρη στην πολιτική του εκσυγχρονισμού. Σήμερα η προοδευτική παράταξη καλείται να αναστοχαστεί τον ιστορικό της ρόλο στις νέες συνθήκες. Και ο αναστοχασμός δεν μπορεί παρά να στοχεύει στην ποιοτική αναβάθμιση του μοντέλου ανάπτυξης και να θέτει στο κέντρο της προσοχής του την ποιοτική αναβάθμιση της εργασίας, αρθρώνοντας γύρω της όλα τα μείζονα προβλήματα της σύγχρονης και της αυριανής Ελλάδας.

Εκπαίδευση- έρευνα και αγορά εργασίας, ασφάλιση και στήριξη των νέων στην έναρξη της εργασιακής καριέρας, οικογένεια- σχέσεις γενεών και φύλων. Οι κοινωνικές δεκτικότητες μιας νέας μεταρρυθμιστικής πολιτικής υπάρχουν. Εκφράστηκαν με την αυθόρμητη διαδήλωση των SΜS, αποτυπώνονται στο πρόσωπο της γενιάς των 700 ευρώ.

Ο Γιάννης Βούλγαρης διδάσκει στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Το άρθρο του δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Τα Νέα στις 29-9-2007.

Monday, October 1, 2007

Τα blogs οι μαϊντανοί και οι εκλογές

Από τον Γιώργο Λυκουρόπουλο

Ο μύθος για την αμερικανική πολιτική καταρρίφθηκε στις ΗΠΑ από το blog ενός Ελληνοαμερικανού. Ο Μάρκος Μουλίτσας μετέτρεψε το blog «Daily Kos» σε ένα think tank με δύναμη όσο ένα κοινοβουλευτικό κόμμα. Το μέλλον και στην Ελλάδα;

Η κουβέντα για τους bloggers έχει ανοίξει, φυσικά, έντονα την τελευταία πενταετία στην Ελλάδα. Κάτι σαν πολιτικό trend, σα μόδα εμποτισμένη από έναν πολιτικό νεωτερισμό.

Στη μικρή μας χώρα όμως, αυτά εύκολα καταλήγουν σε γραφικότητες. Ή γίνονται αντικείμενο μιας παρουσίασης από τα media για ένα φεγγάρι, αναδεικνύουν τη ματαιοδοξία δυο τριών πολιτικά προβληματισμένων πολιτών και χάνονται στο σκοτάδι.

Εξαίρεση, ως πολιτική άποψη, αποτελεί ένα blog που έχει συζητηθεί τελευταία και εκφράζει μια ανάλογη τάση με ευρωπαϊκά ρεύματα που θέλουν να συζητούν για τα θέματα των πολιτών, και είναι το g700.blogspot.com. Τα αρχικά δηλώνουν τη γενιά των 700 ευρώ (G700), μια κίνηση όπου συμμετέχουν νέοι 25-35 ετών με πολιτικό προβληματισμό που ξεπερνάει τις πολιτικές αρτηριοσκληρώσεις.

ΤΟ ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΟΝΕΙΡΟ
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, όπου οι πολιτικές καριέρες χτίζονται συχνά από τους υποψήφιους διδάκτορες των Πανεπιστημίων και τους πολιτικούς επιστήμονες που απαρτίζουν τα think tanks της επόμενης πολιτικής κουλτούρας, τα blogs έφτασαν να συναγωνίζονται σε παρέμβαση, τους ίδιους τους κομματικούς σχηματισμούς.

Πρωταγωνιστής την τελευταία πενταετία είναι ένας Ελληνοαμερικανός, ο Μάρκος Μουλίτσας, μόλις 36 ετών, κάτοικος Μπέρκλεϊ, στην Καλιφόρνια, ιδρυτής του DailyKos, που έφτασε να προκαλέσει πολιτικές αναταραχές τον Απρίλιο του 2004.

Τότε, ενώ φιλοξενούσε άρθρα μελών του Κογκρέσσου, Δημοκρατικούς, Κυβερνητικούς και υποψήφιους βουλευτές, έβαλε μπουρλότο στην politically correct αποδοχή της αναγκαιότητας του πολέμου του Ιράκ από το πολιτικό κατεστημένο με ένα σχεδόν υβριστικό άρθρο για την κερδοσκοπία και τη χυδαιότητα όσων εμπλέκονται με τον πόλεμο αυτό.

Οι εκφράσεις του ήταν υπέρ το δέον σκληρές, αλλά σηματοδότησαν και την οριστική επιλογή του Μουλίτσα να στραφεί υπέρ των δημοκρατικών επηρεάζοντας βαθύτατα τους επισκέπτες του blog. Ο ίδιος ανασκεύασε τις εκφράσεις του αλλά όχι και τη ριζοσπαστικότητα των λεγομένων του και διατήρησε μια εκπληκτική επισκεψιμότητα της τάξεως του 1.000.000 «χτυπημάτων» την ημέρα. Αριθμεί δε, αυτή τη στιγμή πάνω από 125.000 μέλη.

ΤΑ BLOGS ΚΑΙ ΟΙ ΕΚΛΟΓΕΣ
Η επιρροή του blog του Μάρκου Μουλίτσα κορυφώθηκε με την εκτόξευση της παρεμβατικότητας και της δημοφιλίας του Χάουαρντ Ντιν στην υποψηφιότητά του για το Δημοκρατικό Εθνικό Συμβούλιο.

Μέσα από τα άρθρα του blog, την τάση για ακτιβισμό και την τεράστια επιρροή του Μουλίτσα, η επιτυχία του Αμερικανού υποψηφίου πιστώθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος στον Ελληνοαμερικανό νεαρό πολιτικό επιστήμονα, παρ’ ό,τι ο ίδιος δεν θέλησε να πάρει το credit.

Συνολικά, αναδείχθηκε η νέα πολιτική πρακτική της μπλογκόσφαιρας και της πολιτικής συζήτησης μέσα από αντικομφορμιστές νέους επιστήμονες στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά τη "φασίζουσα" εξωτερική τους πολιτική, διατηρούν εσωτερικά τη μεγαλύτερη πλατφόρμα πολιτικού διαλόγου στον πλανήτη.

Η Ελλάδα μοιάζει μια κουκίδα πολιτικής υποκρισίας όταν εν έτει 2007 συνεχίζουμε να μιλάμε για θέματα στάσιμα, αναχρονιστικά, για προσωπολατρείες και κομματικές γραμμές, τη στιγμή που στον πλανήτη γίνεται κοσμογονία στον στίβο του πολιτικού προβληματισμού.

Ο Ελληνοαμερικανός – η μητέρα του κατάγεται από το Ελ Σαλβαδόρ – Μάρκος («Κος» για τους Αμερικανούς) Μουλίτσας, κατάφερε να εξελιχθεί σε έναν πολιτικό τεράστιας εμβέλειας μέσα από την απλή διαδικασία να εκφράσει αυτό που εξέφραζαν οι νέοι ψηφοφόροι. Κάτι τέτοιο, στις πρόσφατες ελληνικές εκλογές, έμεινε απλώς μια εικασία δημοσιογράφων πριν βγει το αποτέλεσμα της κάλπης, ότι μπορεί να είναι μια νέα τάση και στην Ελλάδα.

Όμως, αν δει κανείς τις τάσεις που διαμορφώθηκαν στις βουλευτικές εκλογές μας και τα αποτελέσματα σε απόλυτα νούμερα, θα διαπιστώσει με μελαγχολία ότι είναι πολύ μακριά η πραγματική ζύμωση των νέων ανθρώπων με νέους όρους πολιτικής συζήτησης – ας βολευτούμε προς το παρόν με συζητήσεις στα πάνελ των ίδιων και των ίδιων μαϊντανών.

Το άρθρο του δημοσιογράφου Γιώργου Λυκουρόπουλου δημοσιεύτηκε στο εβδομαδιαίο περιοδικό Paper της εφημερίδας Ημερησία, το Σάββατο 29-9-2007.

The Center Holds

By DAVID BROOKS

In the beginning of August, liberal bloggers met at the YearlyKos convention while centrist Democrats met at the Democratic Leadership Council’s National Conversation. Almost every Democratic presidential candidate attended YearlyKos, and none visited the D.L.C.

At the time, that seemed a sign that the left was gaining the upper hand in its perpetual struggle with the center over the soul of the Democratic Party. But now it’s clear that was only cosmetic.

Now it’s evident that if you want to understand the future of the Democratic Party you can learn almost nothing from the bloggers, billionaires and activists on the left who make up the “netroots.” You can learn most of what you need to know by paying attention to two different groups — high school educated women in the Midwest, and the old Clinton establishment in Washington.

In the first place, the netroots candidates are losing. In the various polls on the Daily Kos Web site, John Edwards, Barack Obama and even Al Gore crush Hillary Clinton, who limps in with 2 percent to 10 percent of the vote.

Moguls like David Geffen have fled for Obama. But the party as a whole is going the other way. Hillary Clinton has established a commanding lead.

Second, Clinton is drawing her support from the other demographic end of the party. As the journalist Ron Brownstein and others have noted, Democratic primary contests follow a general pattern. There are a few candidates who represent the affluent, educated intelligentsia (Eugene McCarthy, Bill Bradley) and they usually end up getting beaten by the candidate of the less educated, lower middle class.

That’s what’s happening again. Obama and Edwards get most of their support from the educated, affluent liberals. According to Gallup polls, Obama garners 33 percent support from Democratic college graduates, 28 percent from those with some college and only 19 percent with a high school degree or less.

Hillary Clinton’s core support, on the other hand, comes from those with less education and less income — more Harry Truman than Howard Dean.

Third, Clinton has established this lead by repudiating the netroots theory of politics. As the journalist Matt Bai makes clear in his superb book, “The Argument,” the netroots emerged in part in rebellion against Clintonian politics. They wanted bold colors and slashing attacks. They didn’t want their politicians catering to what Markos Moulitsas Zúniga of the Daily Kos calls “the mythical middle.”

But Clinton has relied on Mark Penn, the epitome of the sort of consultant the netroots reject, and Penn’s approach has been entirely vindicated by the results so far.

In a series of D.L.C. memos with titles like “The Decisive Center,” Penn has preached that while Republicans can win by appealing only to conservatives, Democrats must appeal to centrists as well as liberals. In his new book, “Microtrends,” he casts a caustic eye on the elites and mega-donors of both parties who are out of touch with average voter concerns.

Fourth, the netroots are losing the policy battles. As Matt Bai’s reporting also suggests, the netroots have not been able to turn their passion and animus into a positive policy agenda. Democratic domestic policy is now being driven by old Clinton hands like Gene Sperling and Bruce Reed.

And while Clinton may not go out of her way to offend the MoveOn types, on her TV rounds on Sunday she made it obvious that she’s not singing their tune. On “This Week With George Stephanopoulos,” Clinton could have vowed to vacate Iraq. Instead, she delivered hawkish mini-speeches that few Republicans would object to. She listed a series of threats and interests in the region and made it clear that she’d be willing to keep U.S. troops there to handle them.

The fact is, many Democratic politicians privately detest the netroots’ self-righteousness and bullying. They also know their party has a historic opportunity to pick up disaffected Republicans and moderates, so long as they don’t blow it by drifting into cuckoo land. They also know that a Democratic president is going to face challenges from Iran and elsewhere that are going to require hard-line, hawkish responses.

Finally, these Democrats understand their victory formula is not brain surgery. You have to be moderate on social issues, activist but not statist on domestic issues and hawkish on foreign policy. This time they’re not going to self-destructively deviate from that.

Both liberals and Republicans have an interest in exaggerating the netroots’ influence, but in reality that influence is surprisingly marginal, even among candidates for whom you’d think it would be strong.

Several weeks ago, I asked John Edwards what the YearlyKos event was like. He couldn’t remember which event I was talking about, and looked over to an aide for help.

Το άρθρο του David Brooks δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα New York Times στις 25 Σεπτεμβρίου 2007.